
Πρέπει να ήταν χειμώνας του 1998. Αμέσως μόλις πέρασα και το τελευταίο δικό του μάθημα στη Σχολή, κάθισα και του έγραψα ένα γράμμα (γράφαμε ακόμα επιστολές στο χαρτί εκείνο τον καιρό˙ δεν είχαμε email). Ήθελα να γράψω σ’ αυτό μου τον καθηγητή, διότι ένιωθα πως του όφειλα πολλά — δεν ήταν μόνο τα καλογραμμένα συγγράμματα κι η μεταδοτικότητά του. Ήταν πάνω απ’ όλα, το ήθος του και η αγάπη προς τους φοιτητές του. Αυτό τον διέκρινε. Ήταν άνθρωπος ευπροσήγορος και συνεσταλμένος, δεν παρέστησε ποτέ τον «Καθηγητή», ούτε δίσταζε ποτέ να τσαλακώσει τον εαυτό του. Άνθρωπος που σε ενέπνεε να του ανοιχτείς, να του μιλήσεις — κι όχι λίγες φορές, θα το έκανε κι αυτός εξομολογητικά, ακόμα και μέσα στο αμφιθέατρο.
Απάντησε στο γράμμα μου λίγες μέρες μετά. Με ευχαριστούσε για τα θερμά μου λόγια κι ανταπέδιδε κι εκείνος με κάποιες φιλοφρονήσεις. Μάλιστα, έλεγε, η επιστολή μου τον συγκίνησε ιδιαίτερα, γιατί συνέπεσε να καταφτάσει ανήμερα των γενεθλίων του (24 Φεβρουαρίου).
Έκτοτε κρατήσαμε κάποια επαφή. Συναντιόμασταν σε διάφορες εκδηλώσεις και συζητούσαμε με μεγάλη οικειότητα. Τον κάλεσα αργότερα στον γάμο μου. Παρότι δεν μπορούσε να έρθει —θα έλειπε εκτός Αθηνών— έχω ακόμα την κάρτα με τις ευχές που μου έστειλε. Και δες περίεργα πράγματα: το προσκλητήριό μου τον είχε και πάλι συγκινήσει, διότι διεπίστωνε ότι θα παντρευόμουν την ίδια μέρα που κι εκείνος παντρεύτηκε σαράντα χρόνια νωρίτερα, στην Καστοριά.
Αργότερα, δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει και τη συζυγό μου. Τον φιλοξένησα στο ραδιοφωνικό στούντιο, τον καιρό που έκανα ραδιοφωνική εκπομπή. Δεν θυμάμαι πόσες εκπομπές κάναμε — δύο-τρεις μάλλον.
Κι έπειτα ήρθε εκείνη η καταραμένη μέρα… Ήταν δύσκολη εποχή για μένα, με μεγάλες ψυχικές πιέσεις. Κάπου το 2005 ή 2006 θα ήταν. Έτυχε να μάθω πως κάποιος κοινός μας γνωστός, στον κοινό μας χώρο του ευρύτερου εκκλησιαστικού περιβάλλοντος αδικήθηκε, καθώς πάλευε να βρει άκρη με κάποια από τα πολυσύνθετα πλέγματα της εκκλησιαστικής πραγματικότητας — να ‘ταν σε κάποια συνοδική επιτροπή; Μπορεί κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι κι ούτε έχει σημασία. Πληροφορήθηκα πως αίτιος της κατάφορης αδικίας ήταν εκείνος, ο τόσο αγαπητός μου καθηγητής. Ψευδής η πληροφόρηση προφανώς, ή αποτέλεσμα κάποιας παρεξήγησης. Κι αντί να τον δικαιολογήσω, έπιασα έναν διδακτορικό του φοιτητή και του ζήτησα να του μεταφέρει πως «ντρέπομαι για λογαριασμό του». «Θα του το πεις, όπως σου το λέω…», επέμεινα και πρόσθεσα ακόμα κάμποσα άκομψα στολίδια.
Θρασύδειλη συμπεριφορά εκ μέρους μου. Θα μπορούσα απλά να είχα σηκώσει το τηλέφωνο. Κι έπειτα, πότε είχα επιτεθεί λεκτικά εγώ ξανά σε άνθρωπο κατ’ αυτό τον τρόπο; Σε κείνον βρήκα να το κάνω για πρώτη φορά; Ασυγχώρητη επιπολαιότητα, χυδαία συμπεριφορά. Καταραμένη μέρα…
Μετάνιωνα το λάθος μου πικρά για χρόνια. Μα δίσταζα να σηκώσω το ακουστικό και να ζητήσω συγνώμη. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχα δίκιο, μα κανείς δεν δικαιούται να είναι επιθετικός, αγενής και ιταμός όσα δίκια κι αν έχει με το μέρος του. Ήμουν απλά δειλός. Έπειτα, παραμυθιαζόμουν ότι τάχα δεν έχει νόημα να του ζητήσω συγνώμη, γιατί δεν θα έχει μεταφέρει τα λόγια μου εκείνος ο διδακτορικός του φοιτητής. «Επιπόλαια λόγια», έλεγα μέσα μου, «δεν θα τα έλεγα ποτέ ενώπιον κανενός κι ούτε θα τα μετέφερα σε κάποιον ακόμα κι αν μου το ζητούσαν — αποκλείεται κι ο Κώστας να του τα μετέφερε». Ανοησίες. Του τα είχε προφτάσει μια χαρά. Εξάλλου, εγώ του το είχα ζητήσει. Δεν είχε κανένα χρέος να με προστατεύσει˙ αυτός ήταν απλά ένας ενδιάμεσος…
Δεν έτυχε να ξαναδώ τον καλό μου καθηγητή, παρά κάνα-δυο φορές από μακριά. Μια άλλη φορά χαιρετηθήκαμε τυπικά σε μια κηδεία. «Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις…», έτσι σκέφτηκα για να αποφύγω τη συγνώμη που του όφειλα. Εγώ, λίγος και πάλι.
Με τα χρόνια μάθαινα πως τον βρήκε καρκίνος και παιδεύεται. Χημειοθεραπείες, νοσηλείες, ταλαιπωρία αβάσταχτη. Είχα πια χάσει κάθε επαφή, είχαν περάσει πολλά χρόνια. Και τα νέα όμως που μάθαινα ήταν λίγα, αραιά και πού. «Άραγε ζει;», σκεφτόμουν κάθε τόσο, «ή πέθανε;»…
Ώσπου την 1η Ιανουαρίου 2020 χτύπησε το τηλέφωνό μου. Στην άλλη γραμμή, η φωνή του: «Πήρα να σου ευχηθώ για τη γιορτή σου…», είπε με σοβαρότητα. Ήταν κάπως κουρασμένος. «Να ξέρεις δεν σε ξεχνώ, παρότι πριν χρόνια είχες ζητήσει να μου μεταφέρουν κάποια άδικα λόγια. Δεν ήμουν εγώ υπεύθυνος για όσα μου καταλόγιζες τότε, αλλά να ξέρεις πως σε αγαπώ».
Δεν ξέρω πόσο κράτησε το σάστισμά μου. Μου ‘ρθε να βάλω τα κλάμματα. Δέκα πέντε χρόνια μετά, ένιωσα μέσα μου νερό σ’ ένα ξεραμένο πηγάδι. Εκείνος το γέμιζε. Εγώ, όλα τα χρόνια ήμουν άβουλος, μικρός και λίγος. Φοβόμουν μην τσαλακωθώ. Εκείνος δεν φοβόταν. Δεν φοβόταν τίποτα πια. Του ζήτησα συγνώμη συγκινημένος. Του είπα πως ούτε γω τον ξεχνώ, πως το ήθος του με διδάσκει ακόμα. Του είπα κι άλλα κι άλλα, λόγια πολλά, μόνο και μόνο για να φανεί πως δεν έχω λόγια πια μπροστά του… Το πηγάδι είχε ξεχειλίσει.
Λίγους μήνες μετά, τηλεφώνησα κι εγώ να του ευχηθώ για τη γιορτή του. Δεν απάντησε κανείς. «Δεν θα μπορεί να μιλήσει», σκέφτηκα. Στο προηγούμενό του τηλεφώνημα μού είχε εξομολογηθεί πόσο τον ταλαιπωρεί ο καρκίνος… Σκέφτηκα να του στείλω δώρο κάποια βιβλία από αυτά που είχα μεταφράσει και αγαπούσα πολύ, δικά μου πράγματα. Μα με τον κορωνοϊό να μαίνεται, ήταν δύσκολες οι ταχυδρομικές αποστολές — καλά-καλά από τα σπίτια μας δεν μπορούσαμε να βγούμε.
Στις 3 Μαΐου του ’21, ένα χρόνο μετά, του τηλεφώνησα για να του ευχηθώ για τη φετινή μεταπασχάλια γιορτή του. Πόσο καλά τον άκουσα! Χαρούμενος και υγιής. Γελούσε κελαρυστά και καλόκαρδα όπως άλλοτε. Σαν νέος μου φάνηκε, παρά τα 86 του χρόνια. Πιάσαμε το παλιό νήμα της οικειότητάς μας — ήμασταν ελεύθεροι πια! Κουβεντιάσαμε για την πανδημία, έκανε καλαμπούρια. Μου μίλησε για το βιβλίο που έγραφε: «Θες να το εκδώσουμε μαζί, στις εκδόσεις σας;». «Αν θέλω λέει; Με πολλή χαρά!». Κλείσαμε φιλιωμένοι κι αγαπημένοι, σαν παλιοί γνώριμοι. Ήταν Πάσχα, παράδεισος.
Στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Κοίμησης, κοιμήθηκε κι αυτός για πάντα.
Ήταν άνθρωπος ουράνιος. Μέσα του είχε μόνο αλήθεια. Τρυφερός κι ανθρώπινος, γελαστός πάντα˙ ευαίσθητος και γλυκός, γεμάτος καλοσύνη και αγάπη. Ήταν ο Γιώργος Πατρώνος και μου στάθηκε δάσκαλος μέχρι τέλους…