Πεπρωμένη νύχτα

Για το βιβλίοpek του Σταύρου Ζουμπουλάκη, «Ο στεναγμός των πενήτων. Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη»

Ο κόσμος αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται λόγια. Δεν αναφέρομαι στον αρχέγονο συμβολισμό της θείας δημιουργικής προσταγής («εἶπεν ὁ Θεός… καὶ ἐγένετο»), αλλά στον ανθρώπινο στοχασμό –με λόγια στοχαζόμαστε– που προικίζει τη φαινόμενη ύλη με το νόημά της. Η ύλη και τα φαινόμενά της γίνονται κόσμος, κόσμημα, όταν ο άνθρωπος την ονοματίζει (όπως ο αρχέγονος Αδάμ) και της προσδίδει το νόημα και τον προορισμό της. Κάπως έτσι κι ο Παπαδιαμάντης βάζει τον κόσμο στο χαρτί. Κι αυτός γίνεται αίφνης και κόσμος δικός του: ο αντικειμενικός κόσμος όλων μας σαρκώνεται με τα δικά του λόγια και γίνεται συνάμα κόσμος διακριτός, κόσμος αποκλειστικά δικός του, που για να υπάρξει κι αυτός με τη σειρά του, έχει ανάγκη τα λόγια τα δικά μας˙ τα λόγια εκείνα που θα αποπειραθούν να ξεκλειδώσουν τα κρυφά περάσματά του και να μας ξεναγήσουν στις γωνιές του, τα λόγια εκείνα που θα δώσουν στον κόσμο του Παπαδιαμάντη το νόημά του – όχι μόνο εκείνο που ο ίδιος θέλησε ρητά ή υπόρρητα, αλλά κι αυτό που θα δούμε εμείς πάνω του, για να πλάσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τον δικό μας κόσμο, και ούτω καθεξής. Οι απόπειρες αυτές δεν είναι απλώς λόγια πάνω στα λόγια, για να πληθαίνει η φλυαρία. Είναι αλλεπάλληλες προσπάθειες (πετυχημένες ή μη) να στήσουμε αυτί σε όσες περισσότερες μπορούμε από τις (άπειρες) αντηχήσεις αυτού του κόσμου. Κι όσο καλύτερος ο συγγραφέας, τόσο καλύτερο και το αποτέλεσμα. Είχαμε τον Παπαδιαμάντη να μας δείχνει τον κόσμο. Τώρα έχουμε και τον Ζουμπουλάκη να μας δείχνει τον παπαδιαμαντικό κόσμο και να φτιάχνει τον δικό του, για να μπορούμε κι εμείς να χτίσουμε πάνω στον δικό τους, ή να διαβούμε από μέσα τους προς τα βάθη του ενός κόσμου, αυτού που όλοι ζούμε και του οποίου τις αντηχήσεις παλεύουμε να αφουγκραστούμε.

Ήθελα να γράψω πέντε κουβέντες γι’ αυτό το βιβλίο, αλλά δεν ήξερα πώς. Η δυσκολία μου έγκειτο στο γεγονός ότι τα δοκίμια είναι ανόμοια μεταξύ τους και με ξεπερνούσαν. Κάποια στοχάζονται με λεπτότητα πάνω σε επιμέρους διηγήματα (Αδυσώπητη ζωή, Πεπρωμένη Νύχτα, Αναπάντεχα Χριστούγεννα κ.α.). Άλλα καταπιάνονται με ειδικότερα ζητήματα της μελέτης του παπαδιαμάντειου έργου, της φιλολογίας και της παραφιλολογίας του (Η εκκλησιαστική αρθρογραφία του Παπαδιαμάντη, Ο Παπαδιαμάντης κι ο μεγάλος κανόνας κ.α.). Άλλα μιλούν για τις ιδεολογικές προϋποθέσεις που καθόρισαν κάποιες αναγνώσεις του Παπαδιαμάντη (Παπαδιαμάντης και Δημαράς – το νόημα μιας απόρριψης, Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και η Ορθόδοξη ερμηνευτική του Παπαδιαμάντη). Και τέλος, άλλα συζητούν το έργο του Σκιαθίτη είτε τοποθετώντας το στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο (Μυστική συνάντηση κορυφής, Τριανδρία), είτε πιθανολογώντας τι του μέλλεται, έτσι καθώς αποξενώνονται οι νέες γενιές από τη γλώσσα και το πολιτιστικό του πλαίσιο (Παπαδιαμάντης μεταφρασμένος «για παιδιά και νέους», Ο Παπαδιαμάντης από τα Ελληνικά στα Ελληνικά).

Δέκα έξι λοιπόν δοκίμια, ασύμμετρα μεταξύ τους. Πώς να μιλήσεις για το βιβλίο; Δεν έχω τις προϋποθέσεις να καταπιαστώ ξεχωριστά με την κάθε κατηγορία. Θα προτιμήσω λοιπόν να μιλήσω για το νοητό κέντρο βάρους του βιβλίου, για κείνο τον κοινό καμβά που βρίσκεται πίσω απ’ όλα τα δοκίμια, τα συνέχει και τους παρέχει την αξία τους: είναι η φωνή του δοκιμιογράφου, ο οποίος αναδεικνύεται ως «εξουσίαν έχων» απέναντι στο παπαδιαμαντικό έργο. Και διαθέτει αυτή την «εξουσία», την δέουσα επάρκεια, επειδή επιδεικνύει τρία βασικά χαρακτηριστικά: την ταπεινή φιλοπονία του ερευνητή, την πλήθουσα γνώση του φιλολόγου και τη διεισδυτική περιέργεια του (κατά Μ. Μπαχτίν) «στοχαστή». Θα εξηγήσω τι εννοώ, αλλά για να μη γίνει αυτό το σημείωμα ένα ατεκμηρίωτο «λιβάνισμα» του ΣΖ –δεν το έχει ανάγκη και σίγουρα όχι από μένα– θα το εξηγήσω συγκεκριμένα, παίρνοντας ως παράδειγμα ένα δοκίμιο του βιβλίου, όχι απαραιτήτως το καλύτερο, πάντως σίγουρα το περιεκτικότερο γι’ αυτό που θέλω να πω, ώστε να αναδείξω εν σμικρώ τα τρία αυτά ιδιώματα του ΣΖ., που διέπουν εν εκτάσει όλο το βιβλίο. Θα μιλήσω για την «Πεπρωμένη νύχτα» (αναφορά στο διήγημα «Ο ξεπεσμένος Δερβίσης»). Ενώ σε όλο το βιβλίο, τα τρία παραπάνω χαρακτηριστικά του ΣΖ υπάρχουν σε ποικίλες ποσοστώσεις (κάπου υπερτερεί ο στοχαστής, αλλού πιάνει το νήμα ο ερευνητής ή σε άλλο σημείο κανοναρχεί τον ρυθμό της γραφής η ευαισθησία του φιλολόγου κ.ο.κ.), στο συγκεκριμένο δοκίμιο διακρίνονται και τα τρία, ανάγλυφα και συμπυκνωμένα.

Ο Ξεπεσμένος δερβίσης του Παπαδιαμάντη είναι απλά μια εικόνα. Είναι η σχεδόν στατική περιγραφή μιας ανθρώπινης φιγούρας, ενός μουσουλμάνου (άγνωστο ποιος), που βρέθηκε στην παλιά Αθήνα (άγνωστο πώς) και διανυκτερεύει συνήθως, παίζοντας το νάι του, σ’ έναν καφενέ που ‘χει άδεια να μένει ανοιχτός ολονυχτίς. Ο συγγραφέας τον αποκαλεί «Ξεπεσμένο δερβίση». Είναι φιγούρα μυστική, σαν φάντασμα, «ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος». Ανταμώνει τον σαλεπτζή, τους νυχτερινούς γλεντζέδες, τους θαμώνες του καφενείου, αλλά είναι μόνος, σχεδόν σιωπηλός, σχεδόν απόκοσμος. Τόπος του διηγήματος είναι οι παρειές της Ακρόπολης, το Θησείο. Χρόνος είναι μία και μόνο νύχτα, τότε που μια σήραγγα εκεί δίπλα «ἐσκάπτετο, εἶχε σκαφῆ» ή (πιο κάτω) «ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη» [ακούγεται σαν μακρινό απήχημα του χρονικού ρυθμού του ευαγγελικού «έρχεται ώρα και νυν εστί» (Ιωάν. 5,25)]. Εκείνη τη νύχτα, τη μία νύχτα του διηγήματος, ο ξεπεσμένος δερβίσης θα βρει το καφενείο κλειστό. Το έχουν κλείσει για μία μόνο βραδιά οι τοπικές αρχές. Εκείνος δεν έχει πού να πάει και καταφεύγει στη μισοτελειωμένη σήραγγα για να βρει απάγκιο. Και μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, απ’ το βάθος της σήραγγας απλώνεται ο ήχος του νάι: «Νάϊ, νάϊ γλυκύ… Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν… ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα… Νάϊ, νάϊ… Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός… μελωδία ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον».

Αυτό είναι το διήγημα. Στο τέλος του, στο τέλος εκείνης της νύχτας, ο ξεπεσμένος δερβίσης εξαφανίζεται και χάνεται, έτσι απρόσμενα κι ανώνυμα καταπώς προέκυψε στα σοκάκια του Θησείου.

Ποιο το περιεχόμενο του διηγήματος; Ποιες οι βαθύτερες γωνιές του; Ο δοκιμιογράφος εντοπίζει αρχικά τον παπαδιαμάντειο χαρακτηρισμό «πεπρωμένη» για τη νύχτα. Είναι χαρακτηρισμός που απαντάει τρεις φορές στο διήγημα και καμία άλλη στο παπαδιαμαντικό corpus. Τι να σημαίνει; Ο δοκιμιογράφος παραπέμπει στην 97η σούρα του Κορανίου, με τίτλο «Το Πεπρωμένο». Άραγε η ομοιότης είναι τυχαία; Όχι. Ο ερευνητής παίρνει θέση και προσκομίζει επιχειρήματα: μπορεί η μετάφραση του Κορανίου (του Γ.Ι. Πεντάκη), που κυκλοφορούσε στα χρόνια του Παπαδιαμάντη, να μη χρησιμοποιεί τη λέξη «πεπρωμένο» για τη Σούρα 97, αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν έχει υπόψη του εκείνη τη μετάφραση (αυτό αποδεικνύεται απ’ το ότι σε άλλο διήγημά του, ο Παπαδιαμάντης δεν χρησιμοποιεί τη μετάφραση του Πεντάκη). Κατά πάσα πιθανότητα, ο Παπαδιαμάντης, ως γλωσσομαθής, έχει υπόψη του κάποια αγγλική ή γαλλική μετάφραση του Κορανίου. Κατόπιν, ο δοκιμιογράφος θέτει το ερώτημα: είναι η «πεπρωμένη νύξ» του διηγήματος, η κορύφωση του μουσουλμανικού ραμαζανιού; Και απαντά: Όχι. «Ο ιστορικός χρόνος του “Ξεπεσμένου δερβίση” είναι το 1895. Η σήραγγα που “εσκάπτετο, είχε σκαφή” , είναι η σήραγγα του σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς, οι γραμμές του οποίου προεκτάθηκαν από τον μοναδικό σταθμό του Θησείου μέχρι την Ομόνοια, με ενδιάμεσο σταθμό το Μοναστηράκι, και η οποία άρχισε να λειτουργεί τον Μάιο του 1895. Το Ραμαζάνι εκείνη τη χρονιά έπεφτε τον Μάρτιο του δικού μας ημερολογίου ενώ ο χρόνος του διηγήματος είναι Φθινόπωρο…».

Ανέφερα όλες αυτές τις πραγματολογικές παρατηρήσεις, που προσκομίζει ο δοκιμιογράφος, για να αποδείξω αυτό που είπα παραπάνω: ο ΣΖ δεξιώνεται με ταπείνωση την κοπιώδη δουλειά του ερευνητή και θεμελιώνει το δοκίμιό του με φιλολογικούς αρμούς επιδέξιας μαστορικής. Το δοκίμιό του δεν είναι «ποιητικορητορείες», δεν είναι αέρας ή αστήρικτες κουβέντες. Είναι δεξίωση του συγκεκριμένου, που προκύπτει με κόπο. Η εμπράγματη ιδιότητα του φίλεργου ερευνητή και του λόγιου φιλολόγου είναι που απομακρύνει τον συγκεκριμένο δοκιμιογράφο από τη μεγαλαυχία του εστέτ διανοουμένου και τον βάζει να συστοιχίζεται με κείνα τα ταπεινά «μυρμήγκια που σκάβουν στου κόσμου το ρήμαγμα», όπως λέει ένα σύγχρονο τραγούδι, για να προκύψει, καταπώς αναφέρει κάπου ο Μπωντλαίρ (το παραθέτει σε άλλο σημείο ο ΣΖ.), η «τρύπα [η] σκαμμένη από γενιές μυρμηγκιών» (σελ. 21, όπου και η παραπομπή), δηλαδή όλο εκείνο το αντιφέγγισμα από το βάθος του κόσμου, που συνιστά το νόημά του και την αξία του.

Αλλά ακόμα κι αν κάποιος ισχυριστεί πως απλώς εικάζω τέτοιες δεξιότητες στον ΣΖ, δεδομένου ότι ο δοκιμιογράφος ενδέχεται να ερανίζεται τις πραγματολογικές του παρατηρήσεις από άλλους ερευνητές και φιλολόγους κι όχι από προσωπικό μόχθο –σάμπως μικρή δουλειά έχει γίνει πάνω στο έργο του Παπαδιαμάντη μέχρι σήμερα;– εγώ θα αντέτεινα ότι ακόμα κι έτσι να είναι (που δεν είναι, διότι ένας έμπειρος αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τα δάνεια από τους κόπους στις υποσέλιδες παραπομπές), το μείζον χάρισμα του δοκιμιογράφου δεν προκύπτει από τις πραγματολογικές παρατηρήσεις, δεν βρίσκεται εκεί. Το μείζον χάρισμα του συγκεκριμένου δοκιμιογράφου βρίσκεται στη λογιοσύνη του, στο βάθος και την ευρύτητα του στοχασμού του. Θα γίνω κι επ᾽ αυτού συγκεκριμένος.

Ο ΣΖ θέτει το ερώτημα: «Τι είναι εκείνο που έχει η νύχτα του “Ξεπεσμένου Δερβίση”, ώστε να μπορεί να αποκληθεί πεπρωμένη», ενώ φαινομενικά είναι μια νύχτα σαν όλες τις άλλες, δίχως τίποτα το σημαντικό; «Έχει κάτι ιερό», απαντά, «κάτι εκστατικό, κάτι αποκαλυπτικό». Ο ήχος του νάι «μελωδεί εναρμονίως το Ναι του Χριστού». Ο Παπαδιαμάντης εξάλλου το επισημαίνει ξεκάθαρα, «Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναἰ, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός». Ο ΣΖ μάς προσκομίζει την παραπομπή: «ὁ γὰρ τοῦ Θεοῦ υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς… οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ, ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν· ὅσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τὸ ναί…» (2 Κορ. 1, 19-20). Αλλά όχι μόνον αυτό. Ο ΣΖ μάς εξηγεί και το τί είναι αυτό το Ναι, αντλώντας από τις τέσσερις ταλμουδικές μελέτες του Εμμανουήλ Λεβινάς: είναι «η πρώτη λέξη, αυτή που καθιστά δυνατές όλες τις άλλες, μέχρι και το όχι της αρνητικότητας και το “ενδιάμεσο” που είναι “ο πειρασμός του πειρασμού”, είναι ένα ναι άνευ όρων. Άνευ όρων σίγουρα αλλά όχι αφελές. […] Πρόκειται για ένα ναι αρχαιότερο από την αφελή αυθορμησία». Και συνεχίζει τον συλλογισμό ο ίδιος ο ΣΖ: «Πρόκειται για το ναι της ευθύνης και της τιμιότητας… πρόκειται τελικά για το απροϋπόθετο και απεριόριστο ναι της ευθύνης για τον άλλο, η οποία προηγείται της ελευθερίας και την υπερβαίνει».

Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Έχουμε τον Παπαδιαμάντη, που, για να μιλήσει για την εκστατική ιερότητα μιας νύχτας μυστικής, μάς μιλά για το νάι και την «στενὴν συγγένειαν μὲ τὰς ἀρχαίας ἁρμονίας, τὰς φρυγιστί καὶ λυδιστί», και συνάμα για το Ναι του Χριστού, παραπέμποντάς μας στις προσλαμβάνουσες της χριστιανικής παράδοσης, και τέλος, πίσω από την «πεπρωμένη νύχτα», μάς κρύβει και κάτι άλλο. Ο ΣΖ παίρνει τη σκυτάλη, ξεκλειδώνει αυτό το κάτι άλλο και μας αποκαλύπτει πως ο Σκιαθίτης λογοτέχνης αντλεί κι από τις προσλαμβάνουσες μιας άλλης μεγάλης παράδοσης, της μουσουλμανικής: «Οι άγγελοι και το Πνεύμα κατέρχονται τη νύχτα αυτή, με την ευλογία του Κυρίου, και κομίζουν τις εντολές» (Κοράνι, Σούρα 97,4). Κι επιπλέον, ο δοκιμιογράφος έρχεται να στοιβάξει και το δικό του λιθάρι πάνω σ’ όλα αυτά: προσκομίζει μιαν εξήγηση γι’ αυτές τις «εντολές», φερμένη από μια τρίτη μεγάλη παράδοση, την ταλμουδική εξηγητική παράδοση του Εβραϊσμού και μάλιστα στις νεωτερικές της αναγνώσεις. Χριστιανισμός, λοιπόν, Μουσουλμανισμός και Ιουδαϊσμός. Οι τρείς ιερές παραδόσεις του μονοθεϊστικού κόσμου: όλες οι αρχέγονες ενατενίσεις περί ανθρώπου, κόσμου και Θεού, σε ένα δοκίμιο, σε λίγες σελίδες, που συμπυκνώνουν τα πάντα, ανοίγουν διάπλατα τον «Ξεπεσμένο δερβίση» και μας εξακοντίζουν στα βάθη της προαιώνιας σοφίας. Αίφνης, ο μοναξιασμένος δερβίσης ενός διηγήματος, ο πλάνης, ο άστεγος, ο σιωπηλός, γίνεται σύμβολο της ανθρώπινης περατότητας, σύμβολο της επίγειας συνθήκης, και το νήμα του συμβόλου σκίζεται, μέσα από ένα δοκίμιο, σε αδιόρατες κλωστές για ν’ ακροβολιστεί μέχρι τα απέραντα βάθη των ανθρώπινων παραδόσεων και των συμφραζομένων τους, και να μας ενώσει μαζί τους. Να γιατί είπα στην αρχή πως τα πετυχημένα λόγια πάνω στα λόγια, μάς βάζουν να στήνουμε αυτί στις αντηχήσεις που ‘χει στα σπλάχνα του κρυμμένες το αρχέγονο σπήλαιο αυτού του κόσμου. Και να γιατί χρειάζεται βάθος ικανού στοχασμού για να μπορέσεις να διαγνώσεις στον Παπαδιαμάντη και να φανερώσεις μέσα απ’ αυτόν «φωνή υδάτων πολλών». Κι ο ΣΖ το διαθέτει αυτό το βάθος. Ξεκλειδώνει τον κόσμο του Παπαδιαμάντη, με την επιμονή του ερευνητικού μόχθου, φανερώνει τα μυστικά του με το διεισδυτικό βλέμμα του έμπειρου φιλολόγου, και χτίζει πάνω σ’ αυτά τον ολόδικό του κόσμο, με την ευρύτητα εκείνη που ‘χει για χνάρι του κάθε αποδεδειγμένα εμβριθής στοχαστής. Με άλλα λόγια, ο δοκιμιογράφος αναμετριέται με τον λογοτέχνη, σεβαστικά και άφοβα˙ αναμετριέται μαζί του ως «εξουσίαν έχων»…

Ελπίζω να κατάφερα να εξηγήσω επαρκώς τους αρχικούς μου ισχυρισμούς. Και δεν νιώθω διόλου την ανάγκη να απολογηθώ για τον υπερθετικό βαθμό των χαρακτηρισμών μου˙ ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως, αν είναι ν᾽ ανοίξεις το στόμα σου για να μιλήσεις για κάποιο πόνημα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, τότε κάντο μόνο αν αυτό σε έχει ενθουσιάσει επαρκώς. Ειδάλλως, γιατί να σπαταλάς τον χρόνο των αναγνωστών;

This entry was posted in Περιτεχνολόγιο…. Bookmark the permalink.

1 Response to Πεπρωμένη νύχτα

  1. Λυδία says:

    Έγραψες, Βασίλη, (για άλλη μια φορά)! Πολλά, αλλά δεν περισσεύει τίποτε.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s