Ήταν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος έκπληξη;

nai_oxi-750x400Ο Χρήστος Γιανναράς, διανοούμενος με ζωηρή σκέψη και παρρησία, έγραψε στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής (27/3/2016) ένα όμορφο κείμενο (βλ. εδώ), όπου εξήρε ως «έκπληξη», την αδελφική αντιμετώπιση της προσφυγιάς από τμήμα του ελληνικού λαού. Μετά από αυτοπρόσωπη (καταπώς αφήνει να εννοηθεί) διερεύνηση στον Πειραιά, ο συντάκτης δείνει μια γλαφυρή εικόνα όλων εκείνων των αφανών ηρώων, που αντιμετωπίζουν με αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια τη δυστυχία των εξ ανατολών συνανθρώπων μας, που μοίρα τραγική τούς έφερε να ζητήσουν καταφυγή στον τόπο μας.

Το κείμενο είναι, όπως είπα, όμορφο. Πετυχαίνει τον στόχο του και δικαιολογεί τον τίτλο του. Αποτελεί πράγματι συγκινητική έκπληξη αυτή η άλλη Ελλάδα «με την ευαισθησία της τεταμένη για τις κοινωνικές προτεραιότητες, την ανθρωπιά, τη χαρά της προσφοράς». Μονάχα εκεί προς το τέλος της επιφυλλίδας του, ο γνωστός συγγραφέας παραπατά: «Aν καθαρίσει ποτέ η ματιά μας από τον σκοτασμό που φέρνει η οργή, έστω και δίκαιη, θα αναγνωρίσουμε ότι η στάση απέναντι στους πρόσφυγες ήταν η δεύτερη έκπληξη που, μέσα σε ένα χρόνο, εμφάνισε η ελληνική κοινωνία. H πρώτη έκπληξη ήταν το δημοψήφισμα της 5ης Iουλίου 2015…: Tο σθένος των Eλλήνων να πουν «όχι», σε ποσοστό 62%…».

Ίσως θύμα κι ο ίδιος της «δίκαιης έστω οργής» και του σκοτασμού της, ονομάζει ο συντάκτης «έκπληξη» κάτι που τα ίδια τα γεγονότα μάς έδειξαν πως δεν είναι. Ας εξηγηθώ.

Ο Χρήστος Γιανναράς είναι από τις λίγες δημόσιες πένες, που έχει αναδείξει ευθύβολα το βασικό πρόβλημα των νεοελλήνων: την ακρισία. Ακρισία σημαίνει αδυναμία ορθολογικής κρίσης, αδυναμία να βάλω στην άκρη το θυμικό μου, που υπερεκχειλίζει μέσα μου, και να κοιτάξω τα πράγματα με ευθύτητα, ζυγιάζοντάς τα με μάτι καθαρό. Και πράγματι, οι Έλληνες αυτό ακριβώς το χτικιό κουβαλάμε: να μην μπορούμε να δούμε τα πράγματα ξεκάθαρα – ολοένα να στραβωνόμαστε από την οργή (σπάνια τη χαρά μας), τον φθόνο, την κακεντρέχια, την ευθυνοφοβία, τη σιχασιά, και να μην κοιτάζουμε κατάματα τα δεδομένα της πραγματικότητας.

Τα δεδομένα της πραγματικότητας τον Ιούλιο του 2015 έλεγαν μια απλή αλήθεια: η χώρα μόνη της δεν μπορεί να ζήσει ούτε για ένα μήνα. Η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να διαπραγματευτεί με τους δανειστές της, εξάντλησε τα αποθεματικά ταμεία κάθε δημόσιου φορέα, και πλέον είχε φέρει τη χώρα στο σημείο να μην μπορεί να ζήσει με ιδίους πόρους ούτε για μικρό χρονικό διάστημα. Αυτή ήταν η απλή αλήθεια των δεδομένων. Και η πραγματικότητα το απέδειξε. Η ίδια αυτή κυβέρνηση σύρθηκε με σκυμμένο κεφάλι και υπέγραψε το αυτονόητο: την αποτροπή του αυτοχειριασμού της πατρίδας.

Πώς ερμηνεύεται το Όχι του δημοψηφίσματος; Με δύο τροπους (κατά βάση, μεταξύ άλλων). Ο πρώτος είναι αυτός της κυβέρνησης: Το «όχι» δεν σήμαινε άρνηση της ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας και του μνημονίου, αλλά ήταν απλά ένα διαπραγματευτικό όπλο. Ο δεύτερος είναι ο τρόπος της ολοκληρωτικής ρήξης: το «όχι» ήταν έκφραση βούλησης για έξοδό μας από την ΕΕ και το ευρώ.

Ο χρόνος και τα πράγματα μάς έδειξαν ποιος από τους παραπάνω δύο τρόπους ερμηνείας είναι ο σωστός. Αυτός της κυβέρνησης προφανώς (το απέδειξε ο λαός που την ξαναψήφισε – αν η πλειοψηφία των «όχηδων» ήθελε έξοδο από το ευρώ, δεν θα ξαναψήφιζε την κυβέρνηση που μας κράτησε μέσα σ’ αυτό με μια νέα, επαχθέστερη συμφωνία, έτσι δεν είναι;). Ανεξάρτητα όμως από το ποιά ερμηνεία ισχύει, το «όχι» αποτελεί δείγμα ακρισίας απ’ όποια ερμηνευτική οδό κι αν το αντιμετωπίσει κανείς.

Με την πρώτη ερμηνεία: δεν έβλεπε τάχα ο Έλληνας πως δεν μπορείς να διαπραγματευτείς με τον χρόνο; Όταν δεν διαθέτεις τα απολύτως αναγκαία και ο χρόνος κυλά, πώς να διαπραγματευτείς; Ένα «όχι» (εντός ευρώ όμως) θα σήμαινε αργότερα νέο μνημόνιο με πιο επώδυνα μέτρα (όπως και έγινε), δεν το έβλεπαν αυτό οι τότε «οργισμένοι» (και παλιότερα «αγανακτισμένοι»), που ήθελαν τάχα να διαπραγματευτούν; Δεν το έβλεπαν βέβαια. Όποιος παρασύρεται από το θυμικό, δεν βλέπει καθαρά. Και με τη δεύτερη ερμηνεία: να βγούμε από το ευρώ για να πορευτούμε πώς; Σάμπως με τα ταμεία άδεια και την ανάγκη για εισαγωγές στο μάξιμουμ, δεν θα στερούνταν σε λίγους μήνες των στοιχειωδών μέσων διαβίωσης οι γονείς και τα παιδιά μας; Δεν το έβλεπαν αυτό οι «ηρωικοί» όχηδες; Δεν το έβλεπαν ασφαλώς…

Το «όχι» του δημοψηφίσματος, όπως και να το εκλάβει κανείς, ήταν ο θρίαμβος της νεοελληνικής ακρισίας, ο θρίαμβος της κατίσχυσης του θυμικού καταπάνω στη λογική της σκληρής (και άδικης σίγουρα) πραγματικότητας. Είναι δικαιολογημένο να αντιτάσσεις την οργή και την αγανάκτισή σου απέναντι στη σκληρότητα και το άδικο, αλλά είναι δείγμα ακρισίας να αφήνεις την οργή να καθοδηγεί την απόφαση και την πράξη σου. Και με εκδηλώσεις ακρισίας δεν καταπολεπάται ούτε η σκληρότητα ούτε η αδικία. Με την ακρισία χτυπάς απλώς το κεφάλι σου στον τοίχο, μέχρι να σπάσει (το κεφάλι σου, όχι ο τοίχος…).

Ο ελληνικός λαός προσέφερε τον Ιούλιο του 2015 άλλο ένα δείγμα της ακρισίας του για να το μελετούν στο μέλλον οι ιστορικοί και οι διανοούμενοι. Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Ο Χρήστος Γιανναράς, επιφανής διανοούμενος κι αυτός, επί δεκαετίες ολόκληρες έχει αναδείξει και στιγματίσει τη συλλογική μας ακρισία. Πώς θα μπορούσε αίφνης η πλειοψηφία του ελληνικού λαού να πράξει τάχα αλλιώς;

Αν το καλοσκεφτείτε λοιπόν, «έκπληξη» δεν ήταν το «όχι» του δημοψηφίσματος. Έκπληξη ήταν το 38% του «ναι». Έκπληξη ήταν εκείνοι οι «άλλοι» Έλληνες, που έβλεπαν τις αντιπαθείς τηλεπερσόνες να προπαγανδίζουν εμετικά το «ναι», έβλεπαν το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα να συντάσσεται στο «ναι», αλλά δεν λύγισαν από την οργή και τη σιχασιά τους, δεν συγκατένευσαν στο θυμικό τους –«στάχτη να γίνουν!»– και αναγνώρισαν με μάτι καθαρό πως η αλήθεια δεν παύει να είναι αλήθεια, ακόμα κι όταν προφέρεται από χείλη ρυπαρά.

Έκπληξη ήταν οι «ναίδες» γι’ αυτό κι αποτελούν μειοψηφία στην Ελλάδα της ακρισίας, κ. Γιανναρά.

Μειοψηφία, κ. Γιανναρά, όπως εκείνα τα παιδιά στο πλάι των προσφύγων στην προκυμαία του Πειραιά…

This entry was posted in Εκεί που 'ναι κι οι άλλοι…. Bookmark the permalink.

Leave a comment