Ελεύθεροι απ’ τον χρόνο

Κυριακή β΄ Λουκά (3/10/21)

Στο σημερινό ευαγγέλιο, ακούσαμε κάποια λόγια από μια ομιλία του Χριστού. Ο Χριστός σ’ αυτό το απόσπασμα μάς μιλά για τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους. «Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς». Κι ακόμα μάς λέει: «Να κάνετε το καλό σε όλους, όχι μόνο σε αυτούς που σας έκαναν καλό. Να δανείζετε τους πάντες, όχι μόνον αυτούς από τους οποίους περιμένετε ανταπόδοση». Για τις σχέσεις των ανθρώπων μας μιλάει εδώ ο Χριστός. Κι όμως, αν προσέξουμε καλύτερα θα δούμε πως ο Χριστός μάς μιλάει για την ελευθερία, την πραγματική ελευθερία.

Τι σημαίνει πραγματική ελευθερία; Είναι τάχα η ελευθερία του να επιλέγουμε ό,τι θέλουμε; Μα τα θέλω μας δεν είναι ελεύθερα. Οι επιθυμίες μας είναι αιχμάλωτες από τις ανάγκες μας, οι επιλογές μας είναι δέσμιες από τις συνθήκες αυτού του κόσμου, είναι αιχμάλωτες από την ίδια τη βιολογία μας, από τα χαρακτηριστικά που κληρονομήσαμε από τους γονείς μας, καθορίζονται από τον τρόπο που μεγαλώσαμε, από όλα αυτά που ζήσαμε, είτε το θέλαμε είτε όχι. Τελικά, όλος μας ο εαυτός είναι αιχμάλωτος από τον χρόνο και από την ύλη. Η πραγματική ελευθερία, αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, είναι αυτή που μπορεί να μας αποδεσμεύει από την αναγκαιότητα του χρόνου και της ύλης. «Να κάνετε το καλό όχι μόνο σε αυτούς που σας έκαναν καλό (στο παρελθόν)», μάς λέει ο Χριστός. «Να δανείζετε όχι μόνο αυτούς από τους οποίους περιμένετε ανταπόδοση (στο μέλλον)». Άρα να ζείτε, μας λέει ο Χριστός, χωρίς τις δεσμεύσεις του χτες και του αύριο, να ζείτε ελεύθεροι από τον χρόνο, ελεύθεροι από την αναγκαιότητα της ύλης — ελεύθεροι από τη λογική «τόσα σου δίνω, τόσα περιμένω να μου δώσεις για να ζήσω». Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία, η ελευθερία από το χρόνο και την ύλη.

Αυτή η ελευθερία είναι η ελευθερία του Θεού. Ο Θεός υπάρχει έξω από τον χρόνο, έξω από τους δεσμούς της ύλης. Είναι «αεί ων ωσαύτως ων», όπως ακούσαμε προηγουμένως στη θεία Λειτουργία. Ανενδεής —δεν έχει ανάγκη τίποτα— και πάντοτε αναλλοίωτος. Ακόμα κι αυτό το «πάντοτε» που λέμε είναι ένα τίποτα για τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι έξω από τις δεσμεύσεις του χρόνου και της ύλης. Και μόνο ένας Θεός τέτοιας ελευθερίας μπορεί να είναι ένας Θεός απόλυτης αγάπης. Λέει ο Χριστός στο τέλος της περικοπής που ακούσαμε: «Να είστε οικτίρμονες, όπως οικτίρμων είναι ο πατέρας σας». Τι σημαίνει οικτίρμων; Σημαίνει σπλαχνικός, σημαίνει αυτόν που η αγάπη του για τους άλλους, δεν έχει την αιτία της σε κάτι έξω από τον ίδιο, σε κάτι που έρχεται από το παρελθόν ή που δεσμεύεται από το μέλλον, αλλά πηγάζει από μέσα του, από τα ίδια τα σπλάχνα του. Αυτή είναι η αγάπη του Θεού: πηγάζει από τον ίδιο και είναι ελεύθερη από καθετί.

Για την ελευθερία και την αγάπη του Θεού μάς μιλάει στο βάθος της αυτή η περικοπή. Μα θα μου πείτε, αν ήθελε να μας μιλήσει για την ελευθερία και την αγάπη του Θεού, γιατί μας λέει για καλές πράξεις και δανεισμούς και τέτοια πράγματα; Γιατί μας λέει πώς να συμπεριφερόμαστε στους άλλους ανθρώπους;

Διότι η ελευθερία δεν είναι ένας διακόπτης που μπορούμε απλά να τον γυρίσουμε μέσα μας — δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να αποφασίσουμε να είμαστε ελεύθεροι. Και η αγάπη για τους άλλους δεν είναι ένα κουμπί που μπορούμε απλά να το πατήσουμε μέσα μας — δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να αποφασίσουμε να αγαπάμε τους πάντες. Την πραγματική ελευθερία και την πραγματική αγάπη μάς τις δίνει ως δωρεές ο Θεός, γιατί σ’ αυτόν ανήκουν. Τι μπορούμε όμως να κάνουμε; Μπορούμε να κάνουμε απλά και πρακτικά πράγματα προς τους άλλους ανθρώπους — γι’ αυτά τα πράγματα μάς μιλάει ο Χριστός στη σημερινή περικοπή. Δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι από τον χρόνο και την ύλη. Μπορείτε όμως, μας λέει ο Χριστός, να συμπεριφέρεστε στους άλλους ανθρώπους σαν να μην υπάρχει χθες και σαν να μην υπάρχει αύριο και σαν να μη σας νοιάζει η ύλη. Κι όταν έτσι συμπεριφέρεστε στους άλλους, όταν με αυτό τον τρόπο ανοίγεστε στους συνανθρώπους σας, όταν με τέτοιο τρόπο εφαρμόζετε τις εντολές μου, τότε ναι, ο Θεός Πατέρας μπορεί να σας δώσει την πραγματική ελευθερία και την πραγματική αγάπη που πηγάζει μέσα από τα σπλάχνα. Διότι αυτά τα δύο, η ελευθερία και η αγάπη, χαρίζονται μόνο από τον Θεό σε όποιον αποφασίσει να πάρει στα σοβαρά τις εντολές του Χριστού.

Μακάρι να δώσει ο Θεός κάτι λίγο να μπορέσουμε κι εμείς να διδαχθούμε και να μάθουμε από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Μακάρι κάπως να προσπαθήσουμε να συμπεριφερόμαστε στους άλλους χωρίς να μας πειράζει τι έχει γίνει στο παρελθόν — αν μας πλήγωσαν ή αν μας έκαναν καλό, αν μας πόνεσαν ή αν ήταν αδιάφοροι για μας. Μακάρι να αρχίσουμε να τους συμπεριφερόμαστε χωρίς να μας νοιάζει τι θα γίνει στο μέλλον — αν θα μας ανταποδώσουν τις χάρες ή αν θα σταθούν αγνώμονες. Μακάρι να αρχίσουμε λίγο να μιμούμαστε (απλά να μιμούμαστε!) την ελευθερία από το χρόνο και την ύλη, ώστε ο Θεός να μας δώσει κάτι από τη δική του χάρη, κάτι από τη δική του ουράνια ευλογία. Και τότε η αγάπη και η ελευθερία μας δεν θα είναι απλά αποτέλεσμα μίμησης, δεν θα είναι απλά προσπάθεια εφαρμογής μιας εντολής, αλλά θα αρχίσει να πηγάζει απο μέσα μας, να ξεχειλίζει από τα σπλάχνα μας και να μας καθιστά οικτίρμονες, όπως οικτίρμων είναι και ο Θεός.

Posted in Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | Leave a comment

Νερό σε ξεραμένο πηγάδι

Πρέπει να ήταν χειμώνας του 1998. Αμέσως μόλις πέρασα και το τελευταίο δικό του μάθημα στη Σχολή, κάθισα και του έγραψα ένα γράμμα (γράφαμε ακόμα επιστολές στο χαρτί εκείνο τον καιρό˙ δεν είχαμε email). Ήθελα να γράψω σ’ αυτό μου τον καθηγητή, διότι ένιωθα πως του όφειλα πολλά — δεν ήταν μόνο τα καλογραμμένα συγγράμματα κι η μεταδοτικότητά του. Ήταν πάνω απ’ όλα, το ήθος του και η αγάπη προς τους φοιτητές του. Αυτό τον διέκρινε. Ήταν άνθρωπος ευπροσήγορος και συνεσταλμένος, δεν παρέστησε ποτέ τον «Καθηγητή», ούτε δίσταζε ποτέ να τσαλακώσει τον εαυτό του. Άνθρωπος που σε ενέπνεε να του ανοιχτείς, να του μιλήσεις — κι όχι λίγες φορές, θα το έκανε κι αυτός εξομολογητικά, ακόμα και μέσα στο αμφιθέατρο.

Απάντησε στο γράμμα μου λίγες μέρες μετά. Με ευχαριστούσε για τα θερμά μου λόγια κι ανταπέδιδε κι εκείνος με κάποιες φιλοφρονήσεις. Μάλιστα, έλεγε, η επιστολή μου τον συγκίνησε ιδιαίτερα, γιατί συνέπεσε να καταφτάσει ανήμερα των γενεθλίων του (24 Φεβρουαρίου).

Έκτοτε κρατήσαμε κάποια επαφή. Συναντιόμασταν σε διάφορες εκδηλώσεις και συζητούσαμε με μεγάλη οικειότητα. Τον κάλεσα αργότερα στον γάμο μου. Παρότι δεν μπορούσε να έρθει —θα έλειπε εκτός Αθηνών— έχω ακόμα την κάρτα με τις ευχές που μου έστειλε. Και δες περίεργα πράγματα: το προσκλητήριό μου τον είχε και πάλι συγκινήσει, διότι διεπίστωνε ότι θα παντρευόμουν την ίδια μέρα που κι εκείνος παντρεύτηκε σαράντα χρόνια νωρίτερα, στην Καστοριά.

Αργότερα, δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει και τη συζυγό μου. Τον φιλοξένησα στο ραδιοφωνικό στούντιο, τον καιρό που έκανα ραδιοφωνική εκπομπή. Δεν θυμάμαι πόσες εκπομπές κάναμε — δύο-τρεις μάλλον.

Κι έπειτα ήρθε εκείνη η καταραμένη μέρα… Ήταν δύσκολη εποχή για μένα, με μεγάλες ψυχικές πιέσεις. Κάπου το 2005 ή 2006 θα ήταν. Έτυχε να μάθω πως κάποιος κοινός μας γνωστός, στον κοινό μας χώρο του ευρύτερου εκκλησιαστικού περιβάλλοντος αδικήθηκε, καθώς πάλευε να βρει άκρη με κάποια από τα πολυσύνθετα πλέγματα της εκκλησιαστικής πραγματικότητας — να ‘ταν σε κάποια συνοδική επιτροπή; Μπορεί κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι κι ούτε έχει σημασία. Πληροφορήθηκα πως αίτιος της κατάφορης αδικίας ήταν εκείνος, ο τόσο αγαπητός μου καθηγητής. Ψευδής η πληροφόρηση προφανώς, ή αποτέλεσμα κάποιας παρεξήγησης. Κι αντί να τον δικαιολογήσω, έπιασα έναν διδακτορικό του φοιτητή και του ζήτησα να του μεταφέρει πως «ντρέπομαι για λογαριασμό του». «Θα του το πεις, όπως σου το λέω…», επέμεινα και πρόσθεσα ακόμα κάμποσα άκομψα στολίδια.

Θρασύδειλη συμπεριφορά εκ μέρους μου. Θα μπορούσα απλά να είχα σηκώσει το τηλέφωνο. Κι έπειτα, πότε είχα επιτεθεί λεκτικά εγώ ξανά σε άνθρωπο κατ’ αυτό τον τρόπο; Σε κείνον βρήκα να το κάνω για πρώτη φορά; Ασυγχώρητη επιπολαιότητα, χυδαία συμπεριφορά. Καταραμένη μέρα… 

Μετάνιωνα το λάθος μου πικρά για χρόνια. Μα δίσταζα να σηκώσω το ακουστικό και να ζητήσω συγνώμη. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχα δίκιο, μα κανείς δεν δικαιούται να είναι επιθετικός, αγενής και ιταμός όσα δίκια κι αν έχει με το μέρος του. Ήμουν απλά δειλός. Έπειτα, παραμυθιαζόμουν ότι τάχα δεν έχει νόημα να του ζητήσω συγνώμη, γιατί δεν θα έχει μεταφέρει τα λόγια μου εκείνος ο διδακτορικός του φοιτητής. «Επιπόλαια λόγια», έλεγα μέσα μου, «δεν θα τα έλεγα ποτέ ενώπιον κανενός κι ούτε θα τα μετέφερα σε κάποιον ακόμα κι αν μου το ζητούσαν — αποκλείεται κι ο Κώστας να του τα μετέφερε». Ανοησίες. Του τα είχε προφτάσει μια χαρά. Εξάλλου, εγώ του το είχα ζητήσει. Δεν είχε κανένα χρέος να με προστατεύσει˙ αυτός ήταν απλά ένας ενδιάμεσος…

Δεν έτυχε να ξαναδώ τον καλό μου καθηγητή, παρά κάνα-δυο φορές από μακριά. Μια άλλη φορά χαιρετηθήκαμε τυπικά σε μια κηδεία. «Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις…», έτσι σκέφτηκα για να αποφύγω τη συγνώμη που του όφειλα. Εγώ, λίγος και πάλι.

Με τα χρόνια μάθαινα πως τον βρήκε καρκίνος και παιδεύεται. Χημειοθεραπείες, νοσηλείες, ταλαιπωρία αβάσταχτη. Είχα πια χάσει κάθε επαφή, είχαν περάσει πολλά χρόνια. Και τα νέα όμως που μάθαινα ήταν λίγα, αραιά και πού. «Άραγε ζει;», σκεφτόμουν κάθε τόσο, «ή πέθανε;»… 

Ώσπου την 1η Ιανουαρίου 2020 χτύπησε το τηλέφωνό μου. Στην άλλη γραμμή, η φωνή του: «Πήρα να σου ευχηθώ για τη γιορτή σου…», είπε με σοβαρότητα. Ήταν κάπως κουρασμένος. «Να ξέρεις δεν σε ξεχνώ, παρότι πριν χρόνια είχες ζητήσει να μου μεταφέρουν κάποια άδικα λόγια. Δεν ήμουν εγώ υπεύθυνος για όσα μου καταλόγιζες τότε, αλλά να ξέρεις πως σε αγαπώ». 

Δεν ξέρω πόσο κράτησε το σάστισμά μου. Μου ‘ρθε να βάλω τα κλάμματα. Δέκα πέντε χρόνια μετά, ένιωσα μέσα μου νερό σ’ ένα ξεραμένο πηγάδι. Εκείνος το γέμιζε. Εγώ, όλα τα χρόνια ήμουν άβουλος, μικρός και λίγος. Φοβόμουν μην τσαλακωθώ. Εκείνος δεν φοβόταν. Δεν φοβόταν τίποτα πια. Του ζήτησα συγνώμη συγκινημένος. Του είπα πως ούτε γω τον ξεχνώ, πως το ήθος του με διδάσκει ακόμα. Του είπα κι άλλα κι άλλα, λόγια πολλά, μόνο και μόνο για να φανεί πως δεν έχω λόγια πια μπροστά του… Το πηγάδι είχε ξεχειλίσει.

Λίγους μήνες μετά, τηλεφώνησα κι εγώ να του ευχηθώ για τη γιορτή του. Δεν απάντησε κανείς. «Δεν θα μπορεί να μιλήσει», σκέφτηκα. Στο προηγούμενό του τηλεφώνημα μού είχε εξομολογηθεί πόσο τον ταλαιπωρεί ο καρκίνος… Σκέφτηκα να του στείλω δώρο κάποια βιβλία από αυτά που είχα μεταφράσει και αγαπούσα πολύ, δικά μου πράγματα. Μα με τον κορωνοϊό να μαίνεται, ήταν δύσκολες οι ταχυδρομικές αποστολές — καλά-καλά από τα σπίτια μας δεν μπορούσαμε να βγούμε.

Στις 3 Μαΐου του ’21, ένα χρόνο μετά, του τηλεφώνησα για να του ευχηθώ για τη φετινή μεταπασχάλια γιορτή του. Πόσο καλά τον άκουσα! Χαρούμενος και υγιής. Γελούσε κελαρυστά και καλόκαρδα όπως άλλοτε. Σαν νέος μου φάνηκε, παρά τα 86 του χρόνια. Πιάσαμε το παλιό νήμα της οικειότητάς μας — ήμασταν ελεύθεροι πια! Κουβεντιάσαμε για την πανδημία, έκανε καλαμπούρια. Μου μίλησε για το βιβλίο που έγραφε: «Θες να το εκδώσουμε μαζί, στις εκδόσεις σας;». «Αν θέλω λέει; Με πολλή χαρά!». Κλείσαμε φιλιωμένοι κι αγαπημένοι, σαν παλιοί γνώριμοι. Ήταν Πάσχα, παράδεισος.

Στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Κοίμησης, κοιμήθηκε κι αυτός για πάντα. 

Ήταν άνθρωπος ουράνιος. Μέσα του είχε μόνο αλήθεια. Τρυφερός κι ανθρώπινος, γελαστός πάντα˙ ευαίσθητος και γλυκός, γεμάτος καλοσύνη και αγάπη. Ήταν ο Γιώργος Πατρώνος και μου στάθηκε δάσκαλος μέχρι τέλους…

Posted in Εσώ-λογοι | Leave a comment

Θεολογικές παραδοξότητες στον καιρό του κορονοϊού

Screenshot 2020-03-31 at 3.59.40 PMΟ Θανάσης Παπαθανασίου, σε ένα ευθύβολο θεολογικό του μελέτημα με τίτλο «Χαμένοι στην Ηθική — Στάσεις της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας» (στο Η επιστροφή της ηθικής, Άρτος Ζωής 2013), κάνει μια καίρια νομίζω επισήμανση: η Θεία Ευχαριστία της Εκκλησίας δεν είναι μόνο πηγή της ηθικής στάσης του χριστιανού προς τον αδελφό του, αλλά συνάμα και εκπήγασμα αυτής. Αυτό σημαίνει τάχα πως η Θεία Ευχαριστία δεν είναι το απόλυτο κέντρο της ζωής της Εκκλησίας; Όχι, δεν σημαίνει αυτό. Σημαίνει όμως πως δεν είναι το απροϋπόθετο κέντρο της Εκκλησίας. Η Θεία Ευχαριστία υπάρχει μεν στο απόλυτο κέντρο της εκκλησιαστικής μας ζωής, τελώντας όμως διαρκώς σε μυστική σχέση με το χρέος προς τον αδελφό — πηγάζει απ’ αυτό και του γίνεται πηγή κι η ίδια: «Η ηθική, όχι ως αυτόνομοι κανόνες καλής συμπεριφοράς, αλλά ως η νέα στάση ζωής την οποία θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, ως ο αναπροσανατολισμός του ανθρώπου προς τον Άλλον, είναι και προαπαιτούμενο συστατικό της ευχαριστίας — όχι μόνο συνέπειά της» (σελ. 303).

Ο συγγραφέας επισημαίνει παρακάτω πως δίπλα στην περίφημη ρήση του αγίου Νικολάου Καβάσιλα «η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», ο ίδιος Άγιος τοποθετεί ως σημείο της Βασιλείας, την αγαπητική πράξη, τη φιλανθρωπία, την έμπρακτη αλληλεγγύη προς τους αναγκεμένους. Και μάλιστα, η φιλάνθρωπη πράξη για τον Καβάσιλα δεν είναι κάτι που αφορά μόνο στο τώρα, στον παρόντα αιώνα, αλλά και στα Έσχατα: «Μιλώντας για την εσχατολογική Βασιλεία ο Καβάσιλας δεν παρουσιάζει τον Χριστό μόνο ως προεστώτα της ευχαριστιακής σύναξης, αλλά και ως εσχατολογικό διάκονο των συνδαιτημόνων» (σελ. 306). Κοντολογίς, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και η διακονία του πλησίον είναι δύο μυστήρια που αλληλοεκπηγάζονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Δεν μπορείς να προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, λέει ο Χριστός, αν είσαι κακιωμένος με τον αδελφό σου. Πρώτα θα συμφιλιωθείς και μετά θα προσέλθεις — «πρώτον καταλλάγηθι τοις σε λυπούσιν, έπειτα μυστικήν βρώσιν φάγε»… Τα πάντα για τον άλλον λοιπόν˙ αυτό είναι το προαπαιτούμενο και το παρεπόμενο της Ευχαριστίας.

Ζούμε σε περίεργους καιρούς. Στις μέρες του κορονοϊού, καλούμαστε να διακονήσουμε το πρόσωπο του πλησίον, του αδελφού, όχι «παντού», στις αγορές και τους δρόμους, αλλά κλεισμένοι στα σπίτια μας. Στις παρούσες περιστάσεις, «πλησίον» δεν είναι μόνο ο φτωχός που πρέπει να ταΐσουμε, ο αναγκεμένος που πρέπει να συνδράμουμε, αλλά και ο κάθε συμπολίτης μας τον οποίο δεν πρέπει… να κολλήσουμε! Καλούμαστε να μείνουμε έγκλειστοι για να υπηρετήσουμε όχι πια την ανάγκη του μόνο, αλλά την ίδια του τη ζωή. Δίχως καν να τον συναντήσουμε κατά πρόσωπο, δίχως καν να σχετιστούμε μαζί του. Παράδοξα πράγματα… 

Καταπώς μας λένε οι επιστήμονες —και σάμπως ποιον άλλο να ακούσουμε απέναντι σ’ έναν αόρατο εχθρό;— πάνω από τους μισούς φορείς του ιού, τον φέρουν ασυμπτωματικά, δηλαδή δίχως να το γνωρίζουν. Με άλλα λόγια, αν κουβαλώντας τον ιό ασυμπτωματικά, βγω έξω από το σπίτι μου (επειδή ακριβώς νιώθω καλά) και αγγίξω μέρη, συναναστραφώ ανθρώπους, ενδέχεται αθελά μου να βλάψω άλλους, να τους κολλήσω και να νοσήσουν, να κινδυνεύσουν. Ή να γίνουν κι αυτοί φορείς του ιού ασυμπτωματικοί, ακούσιοι δράστες μιας διασποράς που θα φτάσει μοιραία ίσως μέχρι τους ευπαθείς, αυτούς που κινδυνεύουν, τους άγνωστους και απόμακρους αναγκεμένους. Τούτες τις μέρες του εκούσιου εγκλεισμού, οι «φτωχοί», «οι πλησίον», «οι αναγκεμένοι» μας καλούν να τους διακονήσουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα. Μόνο μένοντας στο σπίτι! Αλλόκοτοι καιροί για χριστιανούς…

Όμως, όσο πλησιάζει το Πάσχα, πληθαίνουν οι ευσεβείς φωνές που δεν αντέχουν άλλο αυτή την παθητική προσφορά προς τον πλησίον: «Θέλουμε να ανοίξουν οι ναοί!», λένε. «Έστω για λίγους — μόνο ο ιερέας και 5-6 άτομα», λένε κάποιοι (πονηρά ή μη). «Μα πώς θα περάσει Πάσχα, χωρίς να ζήσουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα;», αναρωτιούνται άλλοι (ιερείς, αρχιερείς, απλοί λαϊκοί). Κατανοητά όλα αυτά. Ποιος χριστιανός δεν έχει μέσα του φυλαγμένη τη Μεγάλη Εβδομάδα ως κάτι μυστικό και πολύτιμο; Ποιος πιστός μπορεί να διανοηθεί το έτος δίχως τη νύχτα της Αναστάσεως; Και ποιος ευλαβής άνθρωπος μπορεί να ζει μακριά από τη Θεία Ευχαριστία;

Ναι, κατανοητά όλα αυτά και πολύ ανθρώπινα. Αλλά η θεολογία που παρέθεσα στην αρχή μάς βάζει δύσκολα… Τι λογής Ευχαριστία θα τελέσουμε, αν για την τέλεσή της θα πρέπει να θέσουμε σε κίνδυνο τους αδελφούς μας; Πόσο έγκυρη θα είναι η Ευχαριστία μας, αν έχει απωλέσει αυτό που είναι πηγή και εκπήγασμά της: το χρέος προς τους αδελφούς; Τι είναι σύστοιχο προς το ήθος της Ευχαριστίας φέτος, η τέλεσή της ή η πρόσκαιρη μη τέλεσή της για χάρη των αναγκεμένων αδελφών; Γίνεται να κοινωνήσουμε Χριστό, παραβλέποντας τις εικόνες Του, τους ευπαθείς συνανθρώπους μας; Κι αν τους παραβλέψουμε τι λογής Χριστός θα είναι αυτός που θα κοινωνήσουμε; 

Το ζήτημα δεν είναι αν το κράτος μπορεί να κατανοήσει ξένες για τη λογική του λατρευτικές ανάγκες (τις δικές μας). Το ζήτημα είναι αν εμείς οι ίδιοι καταλαβαίνουμε ποιον Θεό λατρεύουμε, για να μπορέσουμε να βρούμε διέξοδο στο εσωτερικό μας δίλημμα: από τη μία το έθος της ευσέβειάς μας επιζητά απεγνωσμένα τη λατρεία μας (αυτό που ξέρουμε κι αποτελεί ζωή μας). Από την άλλη, το ήθος της θεολογίας μας μάς ζητά υπερβάσεις μιας αλλόκοτης παθητικής αυτοθυσίας… 

Παράδοξα διλήμματα σε παράδοξους καιρούς. Παράδοξα και δύσκολα.

Posted in Εκεί που 'ναι κι οι άλλοι…, Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | 2 Comments

Αυτός που άντεξε ως το τέλος

Screenshot 2020-02-03 at 12.53.42

Χθες κηδεύτηκε ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος. Είχε κλείσει τα 100 του χρόνια. Όσοι τον γνώριζαν, έχουν επίγνωση πως μαζί του έκλεισε μια ολόκληρη εποχή…

Γεννημένος το 1919. Από οικογένεια πλούσια, αστική και καλλιεργημένη. Ορφανεύει από πατέρα μικρός. Το συνεσταλμένο παιδί σπουδάζει θεολογία, εισέρχεται στους κόλπους της Αδελφότητας θεολόγων «Η Ζωή» —μαζί και η αδελφή του, στην αντίστοιχη γυναικεία αδελφότητα— και ντύνεται γρήγορα το ράσο. Αποποιείται τον κόσμο και τις λαμπρές αστικές του προοπτικές, παραχωρώντας τη μεγάλη του περιουσία στην Αδελφότητα.

Μυαλό με ευρύτητα και καλλιέργεια, άνθρωπος με φυσικό χάρισμα συστολής και ταπεινώσεως, μετρημένος στα λόγια, εγκρατής στα πάντα. Γρήγορα ξεχωρίζει για την πνευματική συγκρότηση και το ήθος του. Ο επικεφαλής της αδελφότητας, ο π. Σεραφείμ Παπακώστας, τον χρίζει διάδοχό του, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Μα οι αντιδράσεις κάποιων παλαιών στελεχών της οργάνωσης ήταν μεγάλες… 

Δύσκολο να τα καταλάβει κανείς όλα αυτά σήμερα. Μπορεί μόνο να τα υποψιαστεί, αν αντιληφθεί τι σήμαινε Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή» το 1960: δεν ήταν ένας περιθωριακός θρησκευτικός μικρόκοσμος, αλλά ένας πολύκλωνος χριστιανικός οργανισμός, με εξαιρετική οργάνωση και τεράστια επιρροή σ’ ολόκληρη τη χώρα — εκατοντάδες οργανικά μέλη ανά την Ελλάδα, χιλιάδες άλλα εγγεγραμμένα σε περιφερειακά Σωματεία, άμεσα εξαρτημένα από τον πυρήνα της Αδελφότητας, και επιρροή σε χιλιάδες οικογένειες ανά την επικράτεια. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μάλλον δεν είχε τη δύναμη (και τη δράση) που διέθετε η Ζωή, την εποχή εκείνη. Από τα περιβάλλοντά της πέρασαν και διαμορφώθηκαν προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην Ελλάδα: πολιτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι. Οι διασυνδέσεις της έφταναν μέχρι το παλάτι…

Και το 1959 εκλέγεται στο τιμόνι της Ζωής ένας σαραντάχρονος κληρικός με βλέμμα καθαρό και συγκρατημένους τρόπους. Γύρω του είχαν μαζευτεί όλα τα νέα μυαλά της Αδελφότητας — άνθρωποι εύστροφοι, με ανοιχτούς ορίζοντες και ακμαίο φρόνημα: για παράδειγμα, ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος (μετέπειτα ιεραπόστολος στην Αφρική, Καθηγητής Θεολογίας στην Αθήνα και σήμερα Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ο Χρήστος Γιανναράς (γνωστός λόγιος, θεολόγος και ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας), ο Δημήτριος Τρακατέλλης (αργότερα Καθηγητής Θεολογίας στο Χάρβαρντ και μέχρι πρότινος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής), ο Μιχάλης Μουτσούλας (Καθηγητής Αστρονομίας με διεθνή ακτινοβολία, πρόωρα χαμένος από το 1995)˙ και τόσοι και τόσοι άλλοι νέοι άνθρωποι με φρέσκα μυαλά και ανανεωτικές διαθέσεις. Όλη αυτή τη φουρνιά νέων ανθρώπων με την αναγεννητική τους ορμή, πώς να την αντέξει μια αδελφότητα που αριθμούσε στα μέλη της κι ένα σωρό άλλες συντηρητικές τάσεις; Ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος αμφισβητήθηκε σφοδρά. Η αδελφότητα χωρίστηκε στα δύο. Πολλά μέλη αποχώρησαν κι έφτιαξαν την Αδελφότητα Θεολόγων «Ο Σωτήρ». Ένας ολόκληρος κόσμος σκίστηκε εγκάρσια. Συνειδήσεις σκανδαλίστηκαν, άνθρωποι ένιωσαν τη γη να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους. Κι όλα αυτά να συμβαίνουν στην ταραγμένη δεκαετία του ’60, τότε που όλος ο κόσμος άρχιζε να στροβιλίζεται στη δίνη μιας πολιτισμικής επανάστασης…

Ο π. Ηλίας, θεατής περισσότερο παρά υποκινητής κάποιας «παράταξης», έμεινε να κοιτάζει μια σύγκρουση που τον ξεπερνούσε, σε μια εποχή που είχε άλλες απαιτήσεις απ’ όλους. Προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα, μα οι ελιγμοί και οι τακτικισμοί δεν ταίριαζαν στην ήπια ιδιοσυγκρασία του («Ο Ηλίας δεν κάνει για πολιτικός», είχε πει προφητικά ο συμμαθητής του Ανδρέας Παπανδρέου, όταν φοιτούσαν μαζί στο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθηνών!). Παραμέρισε, έκανε στην άκρη, παραιτήθηκε από τη θέση του. Μα ο διχασμός ήταν μεγαλύτερος απ’ αυτόν, είχε ήδη περάσει και σαρώσει τα πάντα. Οι νέοι που ήταν γύρω του τον εγκατέλειψαν˙ άλλοι για να γίνουν επίσκοποι, άλλοι για να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλους δρόμους αυτού του κόσμου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Ο άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με το σκοτάδι του διχασμού και της ανθρώπινης μικρότητας, το βάζει εντέλει στα πόδια, γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα. Κι η δεκαετία του ’60 ήταν μια επανάσταση, που καλούσε γι’ αλλού… Ποιος μπορεί να τους κακίσει;

Ο π. Ηλίας όμως έμεινε. Έζησε σαν ένα απλό μέλος της αδελφότητας. Ο άνθρωπος που είχε ανοικτές τις αντένες του στα πέρατα του κόσμου —γνώριζε προσωπικά ανθρώπους του πνεύματος και της πίστης απ’ άκρη σ’ άκρη της γης— που μπορούσε να γίνει μητροπολίτης σε ένα σωρό περιστάσεις (κι ένα σωρό τόπους, όχι μόνο στην Ελλάδα), που μπορούσε να κρατήσει τα ηνία της Αδελφότητας εφ’ όρου ζωής, που μπορούσε ακόμα και στο Άγιο Όρος να καταφύγει ησυχαστής (είχε κι εκεί ένα σωρό γνωριμίες που θα τον καλοδέχονταν — είχε γνωρίσει μέχρι και τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη!)˙  ο άνθρωπος που μπορούσε να φύγει, να φύγει μακριά, να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, να αναζητήσει κάπου αλλού την ελπίδα, να υποκύψει στα καλέσματα των καιρών, να γίνει «κάτι άλλο»… έμεινε εκεί, σε μια γωνιά. Και έμεινε εκεί μέχρι τέλους.

Τα επόμενα εξήντα χρόνια(!) τα έζησε σαν απλός παπάς-μέλος της Ζωής. Έζησε βαδίζοντας τα ίδια μετρημένα βήματα, στα ίδια μετρημένα κτήρια της φθίνουσας Αδελφότητας. Μόνη του χαρά, να συναντά νέους ανθρώπους και, ως λόγιος, να τους δίνει ερεθίσματα για να γράφουν και να μελετούν. Μα κι αυτοί έφευγαν με τη σειρά τους, τέλειωναν τις σπουδές τους, άνοιγαν τα φτερά τους, ξέκοβαν — έτσι είναι η ζωή, έτσι έκανα κι εγώ… Και πίσω ακολουθούσαν άλλοι κι άλλοι… Κι εκείνος συνέχιζε να μένει εκεί, αμετακίνητος, χωρίς καμιά αξίωση — αυτός που είχε αμέτρητες προοπτικές μπροστά του, αν ήθελε ν’ απλώσει το χέρι του προς αυτές.

Από καιρού εις καιρόν μαθαίναμε τυχαία πως βοηθούσε αθόρυβα ανθρώπους ποικίλων και αλλόκοτων προελεύσεων, που δεν θα σου περνούσε από το μυαλό πως μπορούσαν να συγκινηθούν από κάποιον σαν κι αυτόν: από ναρκομανείς, μέχρι πρόσωπα δίχως καμία πίστη στην Εκκλησία˙ κι από απλούς ανθρώπους της βιοπάλης, μέχρι καλλιτέχνες και πρόσωπα του πνεύματος και της διανόησης.

Παρέμενε μέχρι τέλους ευγενής, αμνησίκακος. Δεν έβλεπες κάποιο μαράζι πάνω του, δεν είχε κρατούμενα από τη ζωή. Για τα υπόλοιπα εξήντα χρόνια που του δόθηκαν, δεν επέτρεψε ξανά να του παραχωρηθεί καμία εξουσία. Σε όσους συναντούσε, μιλούσε πάντα για την αξία της προσευχής — «Προσευχή αγαπητέ μου! Να κάνουμε για όλα προσευχή!», επέμενε, όποιο θέμα κι αν είχαμε συζητήσει, μέχρις σημείου να βρίσκω την επιμονή του ακόμα και εκνευριστική. 

Έμεινε εκεί μέχρι τέλους, ηρωικός και πεισματικά αμετακίνητος, να βλέπει τον χρόνο να επιθέτει γύρω του σκόνη πάνω στη σκόνη. Άντεξε να μείνει μέχρι τέλους εκεί που είχε δώσει τους όρκους της πρώτης νιότης του. Έμεινε εδραίος, χωρίς να νοιάζεται αν αυτό είναι πολύ, αν είναι αστόχαστο ή περιττό˙ χωρίς να ρωτά αν κανείς του το ζητά πραγματικά ή όχι. Έμεινε εκεί ηρωικά, χωρίς να φύγει για να γίνει «κάτι άλλο». Έμεινε, για να μας θυμίζει πόσος ηρωισμός απαιτείται για να είσαι χριστιανός και να αρκείσαι στο να είσαι μόνο χριστιανός

Τελευταία φορά τον είδα τη Σαρακοστή του 2018. Ήταν 99 χρονών. Καθηλωμένος σε τροχήλατη πολυθρόνα. Διαυγής πνευματικά, αλλά με πολλαπλασιασμένες τις σκιές στη γεροντική του μνήμη. Η ισχνή φωνή του αργή και διακεκομμένη. Κάθε τόσο, στα κενά της αργόσυρτης συζήτησης, έπιανε να ψέλνει με φωνή ασθενική: «Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού, άλλον γαρ εκτός Σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν» — η προσευχή δεν ήταν πλέον προτροπή στους άλλους απλώς˙ ήταν πρωτίστως και δικό του κτήμα… 

Posted in Εκεί που 'ναι κι οι άλλοι…, Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | 4 Comments

Κανείς δεν πρέπει να μιλά για τη ζωή των εμβρύων!

αφίσα-κίνημα υπέρ της ζωήςΗ ιστορία είναι γνωστή. Παίζεται στη σκηνή της επικαιρότητας εδώ και κάποιες μέρες:

Ανέβηκε στον διαφημιστικό χώρο του μετρό η αφίσα μιας ενημερωτικής καμπάνιας, που αυτοτιτλοφορούνταν «Κίνημα υπέρ της ζωής». Η αφίσα είχε συναισθηματική στόχευση. Περιείχε στο κέντρο της τη φωτογραφία ενός εμβρύου μέσα στον ενδομήτριο σάκο και συνοδευόταν περιφερειακά από τέσσερις επιστημονικές πληροφορίες για το έμβρυο. Φωτογραφία και πληροφορίες επιδίωκαν να μεταδώσουν ένα βασικό μήνυμα: ότι το κυοφορούμενο βρέφος είναι ζωντανός άνθρωπος. Το μήνυμα έκλεινε με την προτροπή: «Διάλεξε τη ζωή». Η αφίσα με υπουργική παρέμβαση κατέβηκε αυθημερόν, έπειτα από τον σαρωτικό ντόρο που δημιουργήθηκε στα ΜΜΕ και τα social media. Οι απόψεις διχάστηκαν˙ κάποιοι μίλησαν για φασισμό των πολλών, κάποιοι άλλοι μίλησαν για δίκαιη παρέμβαση ανακοπής του σκοταδισμού των λίγων οπισθοδρομικών. Χύθηκε πολύ μελάνι.

Είμαστε συναισθηματικός λαός, λένε. Πιθανώς να αληθεύει αυτό, αν κρίνει κανείς από το πώς συζητάμε δημόσια ένα θέμα. Εκθέτουμε τις απόψεις μας με πολύ πάθος και στοχεύουμε να κατισχύσουμε συντριπτικά έναντι του άλλου˙ να τον φιμώσουμε, ει δυνατόν. Αυτή όμως η εμπάθεια έχει ένα βασικό κακό: μας παρασύρει στο να χάνουμε τον εστιασμό μας και να μεταθέτουμε τη συζήτηση προς την κατεύθυνση που «συμφέρει» τον στόχο μας, την κατίσχυση έναντι του άλλου, και όχι να επικεντρωνόμαστε στο ουσιώδες και το συγκεκριμένο. Έτσι, στο εν λόγω ζήτημα ακούστηκαν ένα σωρό επιχειρήματα εναντίον της αφίσας και υπέρ της λογοκρισίας της, που ωστόσο μιλούσαν για κάτι που δεν ήταν η αφίσα… Ας δούμε τα σημαντικότερα εξ αυτών.

Η αφίσα υπερασπίζεται την ποινικοποίηση των εκτρώσεων. Δεν ισχύει. Πουθενά στην αφίσα δεν γίνεται λόγος για ποινικοποίηση των εκτρώσεων. Για την ακρίβεια, πουθενά στην αφίσα δεν γίνεται λόγος για τις εκτρώσεις. Προφανώς και οι εκτρώσεις υπονοούνται και προφανώς η αφίσα στρέφεται εναντίον τους, αλλά το κάνει νομίζω με προσοχή, σύνεση και διακριτικότητα. Δεν τις αναφέρει, προκειμένου να μην εκληφθεί η άμεση αναφορά ως έμμεση επίθεση προς κάποιον που έχει κάνει έκτρωση˙ προσπαθεί να προβάλλει μια θετική διάσταση του όλου θέματος, που είναι η υπεράσπιση της ζωής του εμβρύου. 

Αλλά ας δεχτούμε, χάριν συζητήσεως, ότι δεν υπάρχει καθόλου σύνεση και καθόλου προσοχή στον τρόπο που δημιουργήθηκε η αφίσα, και πως μόνος στόχος της είναι η εναντίωση στις αμβλώσεις χωρίς καμία διακριτικότητα. Εντούτοις, από πουθενά δεν συνάγεται το συμπέρασμα πως οι δημιουργοί της στόχευαν στο να επαναφέρουν την ποινικοποίηση των αμβλώσεων. Όλα αυτά τα σωματεία που συνδημιούργησαν το «κίνημα» δεν έχουν δηλώσει πουθενά πως έχουν κάποιο τέτοιο στόχο και είναι αρκετά λογικό να υποθέτει κανείς πως ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που τα απαρτίζουν, σίγουρα θα υπάρχουν κάποιοι υπέρ και άλλοι εναντίον της ποινικοποίησης των αμβλώσεων — αλλά πάντως όχι κάποια ενιαία και εκπεφρασμένη «ατζέντα». 

Επί του προκειμένου, πρέπει να ομολογήσω πως κρίνω εξ ιδίων: μπορεί να μη συμμετείχα στο κίνημα που έστησε την καμπάνια (ούτε σε κάποιο από τα σωματεία του), αλλά καλοβλέπω το μήνυμά της και μπορώ να διαβεβαιώσω τον οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο πως είμαι εναντίον της ποινικοποίησης των αμβλώσεων για ένα σωρό λόγους, που δεν είναι της παρούσης. Μπορεί λοιπόν κάποιος να είναι υπέρ της αφίσας και ταυτόχρονα κατά της ποινικοποίησης των αμβλώσεων, διότι πολύ απλά, πουθενά στην αφίσα δεν υπάρχει αυτός ο στόχος που της αποδόθηκε εσφαλμένα και παραπλανητικά. Μπορεί επίσης κάποιος να μην έχει ιδιαίτερη συμπάθεια προς τα σωματεία που δημιούργησαν την αφίσα ή να διαφωνεί με γενικότερες τάσεις τους ή στοχεύσεις που έχουν αυτά διατυπώσει για άλλα ζητήματα, σε άλλες περιστάσεις. Μα η αφίσα δεν μιλά ούτε για άλλα ζητήματα, ούτε για άλλες τάσεις και αλλότριες περιστάσεις. Η αφίσα περιέχει μία και συγκεκριμένη αλήθεια. Και μια αλήθεια δεν γίνεται λιγότερο αληθινή, επειδή ενδεχομένως προφέρεται από ανοίκεια χείλη.

Με άλλα λόγια, όποιος χρησιμοποιεί το παραπάνω επιχείρημα ενάντια στην αφίσα, απλά συζητάει κάτι που δεν είναι η αφίσα. Κι αν χρησιμοποιεί το επιχείρημα αυτό προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφαση αναγκαστικής διακοπής της καμπάνιας, απλά εφευρίσκει μια δικαιολογία για να υπερασπιστεί μια δημόσια φίμωση εκ μέρους του κράτους. Καλό είναι να το γνωρίζουμε αυτό.

Η αφίσα περιέχει στοιχεία που είναι ψευδο-επιστημονικά. Είναι το δεύτερο συχνότερο επιχείρημα ενάντια στην καμπάνια. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάποιοι επιστήμονες αμφισβητούν είναι όχι η επιστημονική εγκυρότητα των παρατιθέμενων στοιχείων, αλλά η ακρίβειά τους — για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι οι καρδιακοί κτύποι ενός εμβρύου δεν αρχίζουν τη Χ μέρα της κύησης (όπως αναφέρει η αφίσα), αλλά την Ψ μέρα. Κάθε άνθρωπος όμως, που έχει στοιχειώδη εξοικείωση με την έννοια της «επιστημονικής συζήτησης» (όχι μόνο στον χώρο των θεωρητικών επιστημών, όπου «χάνεται η μπάλα», αλλά ακόμα και στον χώρο των θετικών επιστημών) γνωρίζει καλά πως σε πολύ λίγα θέματα υπάρχει καθολική συμφωνία μεταξύ των επιστημόνων. Είμαι βέβαιος (χωρίς να έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ζήτημα) πως και επί του προκειμένου, οι απόψεις θα είναι πολύ περισσότερες από δύο. Αυτό όμως δεν αρκεί ασφαλώς για να χαρακτηρίσει κανείς τις απόψεις της αφίσας «ψευδοεπιστήμη». 

Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα κι αν μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τα παρατιθέμενα στοιχεία «ψευδοεπιστημονικά», πάλι χάνει ο κριτής της αφίσας το ουσιώδες: στόχος της αφίσας δεν ήταν να κάνει μάθημα εμβρυολογίας αμφιθεάτρου. Στόχος της ήταν να πει ότι το έμβρυο είναι άνθρωπος που ζει! Αυτό το μήνυμα δεν βασίζεται σε επιμέρους «επιστημονικές» λεπτομέρειες. Βασίζεται σε κοσμοθεωρητικές παραδοχές. Αφορά στο πελώριο ηθικό ζήτημα του πότε ξεκινά η ζωή. Και στο ζήτημα αυτό, όπως γνωρίζει καθένας ελάχιστα (έστω) εξοικειωμένος με ζητήματα Ηθικής και Βιοηθικής, δεν υπάρχει (κι ούτε θα υπάρξει ποτέ) τελεσίδικα «έγκυρη» επιστημονική άποψη. Τέτοια ζητήματα αφορούν στον ίδιο τον πυρήνα του πώς βλέπουμε τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον πλανήτη και τη ζωή πάνω σ’ αυτόν. Και σε τέτοια ζητήματα, οι απόψεις ποικίλουν. Καλό είναι να ποικίλουν και καλό είναι να ακούγονται όλες δίχως να φιμώνονται.

Η αφίσα στρέφεται ενάντια σε ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα της γυναίκας. Εδώ θέλει προσοχή. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι ίδιο με αυτό που απαντήσαμε παραπάνω (περί της ποινικοποίησης της άμβλωσης). Το επιχείρημα εδώ λέει (αν καταλαβαίνω καλά): «ΟΚ, η καμπάνια δεν επιδιώκει την ποινικοποίηση των αμβλώσεων. Εντούτοις, βάλλει ενάντια σε ένα δικαίωμα της γυναίκας — υπό μία έννοια, το υποσκάπτει κι αυτή η τακτική είναι επικίνδυνη όταν στρέφεται ενάντια σε βασικά δικαιώματα των ανθρώπων». Μα είναι κι αυτό το επιχείρημα παραπλανητικό. Ξαναλέω: συζητά κάτι που δεν είναι η αφίσα. 

Αν η καμπάνια ήθελε να υποσκάψει το δικαίωμα της γυναίκας να κάνει ό,τι θέλει με το σώμα της, τότε γιατί καταλήγει με τη λέξη «διάλεξε» («διάλεξε τη ζωή»); Υποθέτω πως μπορούμε να συνεννοηθούμε στα βασικά: «διαλέγει» όποιος έχει μπροστά του επιλογές, έτσι δεν είναι; Αν η αφίσα επιδίωκε την απομείωση του δικαιώματος του ανθρώπου να επιλέγει (στο συγκεκριμένο ζήτημα των αμβλώσεων), τότε γιατί αναγνωρίζει ξεκάθαρα την ύπαρξη επιλογών και προτρέπει κάποιον να επιλέξει;

Κι εδώ ας μου επιτραπεί ένα σχόλιο. Είναι λίγο υποκριτικό να επικαλούμαστε τα «δικαιώματα» εκεί που δεν βάλλονται (στην αφίσα), αλλά να τα ξεχνάμε εκεί που παραβιάζονται κατάφωρα (στη λογοκρισία που επιβλήθηκε στην αφίσα). Η καμπάνια δεν στρεφόταν ενάντια στο δικαίωμά μας να επιλέγουμε, ούτε ενάντια στις επιλογές της γυναίκας να διαχειρίζεται το σώμα της όπως θέλει. Προέτρεπε απλώς να σκεφτούμε τις επιλογές μας με λίγο περισσότερη σύνεση.

Η αφίσα μας γυρίζει στον μεσαίωνα. Γενικευτικό επιχείρημα. Για την ακρίβεια, δεν είναι καν επιχείρημα, είναι απλά ένα συναισθηματικό πυροτέχνημα, που εκτοξεύεται χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις (συχνά μάλιστα, από ανθρώπους που στιγματίζουν τον συναισθηματισμό της αφίσας). Αν όλα τα προηγούμενα μιλούν για κάτι εκτός της καμπάνιας, μεταθέτοντας δηλαδή το κέντρο εστιασμού της κριτικής τους σε κάτι που δεν είναι και δεν θέλει να υπερασπιστεί η αφίσα, το συγκεκριμένο επιχείρημα «πετάει την μπάλα στην εξέδρα», καταπώς λέει και το δημοσιογραφικό κλισέ. 

Ένα σχόλιο μόνο επ’ αυτού: Η αφίσα υπερασπίζεται κάτι πολύ συγκεκριμένο, την άποψη πως το έμβρυο μέσα στη μήτρα είναι άνθρωπος ζωντανός, που διαθέτει κι αυτός δικαιώμα στη ζωή. Μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να μιλήσει και να υπερασπιστεί τη ζωή του, μπορεί να μη διαθέτει ύπαρξη αυτόνομη από αυτή της μητέρας του, ώστε να μπορεί να του επιδαψηλεύσει η νομολογία νομικά δικαιώματα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να του στερεί κανείς τη ζωή — για την ακρίβεια, είναι άλλος ένας λόγος για να το υπερασπιζόμαστε ένθερμα στον δημόσιο χώρο. Το να υπερασπίζεσαι στον δημόσιο χώρο τα δικαιώματα της πιο σιωπηλής, εύθραστης και ανυπεράσπιστης ύπαρξης που υπάρχει στον κόσμο, δεν μου ακούγεται σαν επιστροφή στον σκοταδισμό του μεσαίωνα, αλλά σαν τη λαμπρότερη (και δυσχερέστερη στις παρούσες συνθήκες) υπεράσπιση της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας. Αν η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι η βάση των μεταπολεμικών συνταγμάτων της Ευρώπης (των καλύτερων συνταγμάτων που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός) και των δικαιωμάτων του ανθρώπου που αυτά κατοχύρωσαν, τότε η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο πρόσωπο της πιο ανυπεράσπιστης ύπαρξης του κόσμου (του εμβρύου), εμένα μου φαίνεται πως υπηρετεί μάλλον τις αρχές του Διαφωτισμού, παρά το σκοτάδι του Μεσαίωνα.

Η αφίσα στοχεύει στο να δημιουργήσει ενοχές. Εδώ πρέπει να είμαστε δίκαιοι: το εν λόγω επιχείρημα δεν μιλά για κάτι που δεν είναι η αφίσα, δεν είναι παραπλανητικό. Για την ακρίβεια, χτυπάει το κέντρο της αφίσας! Δυστυχώς, τυχαίνει να είναι κάπως αφελές… Είναι το συγκεκριμένο επιχείρημα μάλλον που ενοχοποιεί κάτι αναίτια, παρά η αφίσα. Κι αυτό που το επιχείρημα ενοχοποιεί είναι το ίδιο το ανθρώπινο συναίσθημα της ενοχής. 

Θα μπορούσε κάποιος εύστοχα να επισημάνει σε όσους κραδαίνουν το εν λόγω επιχείρημα πως οι ενοχές δεν είναι κάτι τόσο προβληματικό όσο αφήνουν να εννοηθεί. Οι ενοχές αντίθετα, είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό στον άνθρωπο. Όταν κανείς διαπιστώνει πως έκανε κάποιο λάθος ή αδίκησε κάποιον άλλο, νιώθει τύψεις και ενοχές. Κι αυτό το αίσθημα είναι ευεργετικό, διότι παρέχει στον άνθρωπο το κινητήριο εκείνο συναισθηματικό φορτίο που θα τον κάνει να αναθεωρήσει, να επαναδομήσει τη ζωή του και να τη βελτιώσει. Οι ζωντανοί άνθρωποι προχωρούν στη ζωή τους επαναξιολογώντας τη. (Μόνο κάτι καλλιτέχνες επαναλαμβάνουν στις συνεντεύξεις τους τη σπουδαιοφανή αρλούμπα «Δεν μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου», αλλά εδώ είπαμε να μιλήσουμε σοβαρά…). Ακόμα κι όταν οι συνέπειες ενός λάθους μας δεν αναστρέφονται, μπορούμε, συνειδητοποιώντας το λάθος, να δώσουμε άλλο νόημα και αξία στη ζωή μας. Οι ενοχές μπορεί να λειτουργήσουν ως το απαραίτητο εργαλείο αυτής της διαδικασίας.

Θα μου αντιτάξει κάποιος ενδεχομένως, «Έλα μην παίζεις με τις λέξεις… όταν το επιχείρημα μιλά για ενοχές, εννοεί τα ενοχικά σύνδρομα, εννοεί δηλαδή ότι η αφίσα προσπαθούσε (εσκεμμένα ή αθέλητα) να καθηλώσει τις γυναίκες στην ενοχική βίωση της επιλογής της έκτρωσης κι έτσι να μειώσει την αξιοπρέπειά τους». 

Απαντώ: Ναι, η αφίσα ενδέχεται να δημιουργήσει ενοχές. Το να καθηλωθεί κάποιος στις ενοχές και αντί να αλλάξει τη ζωή του, να τη βυθίσει στο τέλμα της αυτομείωσης και της ενοχικότητας, είναι κάτι που έχει την αιτία του στην ευθραυστότητα του δικού του ψυχισμού κι όχι στο μήνυμα που του δημιούργησε αρχικώς τις ενοχές. Κι εν πάση περιπτώσει, δεν φιμώνεις μια φωνή υπεράσπισης της ζωής, επειδή κάποιος θα καθηλωθεί ενδεχομένως στην ενοχικότητα… Με συγχωρείτε, αλλά διακυβεύεται η ζωή ή ο θάνατος κάποιων ανθρώπινων υπάρξεων — είναι μάλλον πολυτέλεια να κλαψουρίζουμε για τη δυσφορία που μπορεί να νιώσει κάποιος από κάποιες ενοχές˙ πολύ λιγότερο δε, για το ενδεχόμενο να καθηλωθεί λόγω δικών του προβλημάτων στην ενοχικότητα και τον αυτοοικτιρμό…  

«Οι γυναίκες που έχουν κάνει άμβλωση έχουν πάρει μια δύσκολη απόφαση και το ζήτημα είναι λεπτό — δείξε λίγο σεβασμό», ακούω πάλι τον αντίλογο. 

Πρώτον, δεν είναι μόνο οι γυναίκες που έχουν πάρει μια δύσκολη απόφαση, αλλά και οι άνδρες — είναι ολότελα εσφαλμένο κατά τη γνώμη μου να τους εξαιρούμε από το όλο ζήτημα (έχουμε και οι άνδρες την ίδια ευθύνη επ’ αυτού). Δεύτερον, ναι, για κάποιους, η απόφαση αυτή ήταν δύσκολη και επώδυνη. Και δεν μπορώ παρά να μη στέκομαι σεβαστικά απέναντι σε κείνο το ζευγάρι που προχώρησε σε μια επώδυνη έκτρωση για να μην διακινδυνεύσει η ζωή της μητέρας ή επειδή δεν άντεχε στη σκέψη πως το παιδί τους θα ήταν ανάπηρο (σωματικά ή διανοητικά) για μια ζωή (ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, τέλος πάντων, πέρα από την ελαφρότητα και την ανευθυνότητα). Αλλά δεν υπάρχουν εύκολοι τρόποι να μιλά κανείς γι’ αυτά τα ζητήματα. Μια αφίσα στο μετρό, δεν είναι ο πλέον «λεπτός» τρόπος για να κάνεις κάποιον να αναθεωρήσει τη ζωή και τις επιλογές του. Το αναγνωρίζω αυτό. Ούτε ο πλέον επιτυχημένος τρόπος είναι. Αλλά εγώ προσωπικά δεν έχω ακούσει πουθενά καμία άλλη φωνή να υπερασπίζεται στο δημόσιο χώρο το δικαίωμα του εμβρύου στη ζωή. Μία μόνο το επιχείρησε και τα ΜΜΕ την «έκραξαν» εν χορώ, ενώ το κράτος τής επιφύλαξε μια περιποιημένη λογοκρισία. 

Θέλει ευαισθησία προκειμένου να είσαι προσεκτικός και να σέβεσαι την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που έχουν προβεί σε έκτρωση. Θέλει ευαισθησία προκειμένου να αναλογίζεσαι τον εύθραυστο ψυχισμό τους και να προσπαθείς να τον προφυλάξεις. Αλλά απαιτείται επίσης ευαισθησία, προκειμένου να αναγνωρίσεις πως το πλασματάκι που νεκρώνεται στις μήτρες μας είναι μια πολύτιμη έκφανση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, που θανατώνεται καθημερινά στη μήτρα του πολιτισμού μας. Η αφίσα προσπάθησε κάπως να ισορροπήσει αυτές τις ευαισθησίες — κατά πάσα πιθανότητα απέτυχε. Παταγωδώς ενδεχομένως. Μα δεν είδα και κανέναν άλλο απ’ όσους μιλούν όλες αυτές τις μέρες στα ΜΜΕ να κατέβαλε κάποια μικρή έστω προσπάθεια ισόρροπης ευαισθησίας. Για την ακρίβεια, δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου καμία «ευαίσθητη» φωνή που να έκανε την παραμικρή νύξη για την αξία της ζωής των εμβρύων — κι ας διαφωνούσε με την αφίσα…

Αλλά, ας μην είμαστε αφελείς. Δεν υπάρχουν μονάχα εκείνοι που αντιμετώπισαν στη ζωή τους την έκτρωση ως μια «δύσκολη» επιλογή. Υπάρχουν και ένα σωρό άλλοι —το γνωρίζουμε όλοι λίγο-πολύ— που αντιμετωπίζουν την έκτρωση ως μια απλή διαδικασία, ως μια μορφή αντισύλληψης, ως κάτι που δεν του δίνουν καμία απολύτως σημασία. Οι άνδρες δεν βρίσκονται καν έξω από την ιατρική αίθουσα της επέμβασης και οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στην εικόνα της επιλογής τους — δεν βλέπουν τα «θραύσματα» χεριών και ποδιών ενός μικρού πλάσματος που πρέπει να τεμαχιστεί στην κοιλιά τους, προκειμένου να εξαχθεί κομμάτι-κομμάτι από μέσα τους ή να αναρροφηθεί προς τα έξω, λιανισμένο ολόκληρο, από ένα σωλήνα. Κάνουν την έκτρωση σαν να είναι μια επέμβαση ρουτίνας, σαν να αφαίρεσαν ένα σπίλο από το δέρμα τους ή ένα λιπωματάκι από κάποιο σημείο του κορμιού τους. Κι έχουν επαναλάβει τη διαδικασία ξανά και ξανά — δίχως τύψεις και δίχως να γνωρίζουν καλά-καλά τι κάνουν. Κανείς δεν τους μίλησε ποτέ για το ζήτημα. Κανείς δεν τους ενημέρωσε… 

Ίσως μονάχα κάποια αφίσα να έκανε κάποια νύξη κάποτε. Αλλά κι αυτό —μη νομίζετε— έγινε για μία μέρα μόνο… 

Μετά το Κράτος αποφάσισε πως κανείς δεν πρέπει να μιλά για τη ζωή των εμβρύων…

Posted in Εκεί που 'ναι κι οι άλλοι…, Uncategorized | 4 Comments

Πώς επικοινωνούν οι Άγιοι;…

Χθες το βράδυ κοιμήθηκε απροσδόκητα ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Παύλος (Ιωάννου). Πριν λίγο καιρό εκδώσαμε στις εκδόσεις Εν πλω ένα βιβλίο του: είχα πάει στη Σιάτιστα και μου αφηγήθηκε όλη την ιστορία της γνωριμίας του με τον νεοδιακηρυχθέντα Άγιο Ιάκωβο (Τσαλίκη), τον σπουδαίο αυτό Άγιο της Εύβοιας. Το υλικό εκείνη της αφήγησης απομαγνητοφωνήθηκε και πήρε τη μορφή βιβλίου.

Υπήρχε η ιδέα να κλείνει το βιβλίο εκείνο με έναν Επίλογο δικό μου. Η ιδέα δεν ευοδώθηκε. Δημοσιοποιώ εδώ εκείνον τον Επίλογο, έτσι σαν μνημόσυνο στον σεβαστό μας ιεράρχη, με την ελπίδα να πρεσβεύει και για μας εκεί που πάει…

20181105_181706_resized

Από την παρουσίαση του βιβλίου, στην 7η Έκθεση Ορθόδοξου Χριστιανικού Βιβλίου, στο Κάραβελ, τον Νοέμβριο του 2018.

Επίλογος του Επιμελητή

Η δημιουργία του βιβλίου αυτού ήταν μια ασυνήθιστη διαδικασία. Τα βιβλία συνήθως είναι λέξεις και νοήματα, ακροβασίες του μυαλού, νοητικά σκευάσματα. Παλεύεις με φράσεις και χαρτιά σε δισδιάστατες επιφάνειες. Μα τούτο το βιβλίο είχε για μένα ένα χαρακτήρα ευρύτερο, ακόμα και σωματικό θα έλεγα. Είχε ένα ταξίδι μέσα στον χώρο –διάβηκα τόσα χιλιόμετρα για να φτάσω στη Σιάτιστα και να γυρίσω πίσω– κι άλλο ένα αντίστοιχο στον χρόνο – διαβήκαμε μαζί με τον Μητροπολίτη Παύλο σχεδόν 30 χρόνια, για να φτάσουμε να συναντήσουμε τον Γέροντα Ιάκωβο στα στερνά του, κι έπειτα ακόμα πιο πίσω, να θυμηθούμε τη ζωή του.

Ακόμα και η διαδικασία της απομαγνητοφώνισης κι αργότερα η διαδικασία του «χτενίσματος» του κειμένου (όπως λέμε στη δική μας γλώσσα) είχε μια μοναχικότητα αλλιώτικη από κάθε άλλη φορά. Δεν είχα γράμματα και λέξεις να χορεύουν στην οθόνη του υπολογιστή και του νου μου. Είχα τη φωνή του Μητροπολίτη να ακούγεται απ’ το κασετοφωνάκι, και το πρόσωπο ενός ανθρώπου που δεν γνώρισα, ενός Αγίου, να σχηματίζεται ψηφίδα-ψηφίδα μέσα μου, με όλη την απλότητα, την ταπείνωση και τη διακριτικότητά του. Ναι, τα λόγια που απομαγνητοφωνούσα και κατόπιν πάλευα να στρώσω σε μια σειρά είχαν μια παράξενη επίδραση μέσα μου. Δεν ήταν κάτι άγνωστο, που γινόταν τώρα γνωστό. Απλώς υπήρχε από πριν κάτι ανήσυχο, που τώρα γαλήνευε. Όλο αυτό έμοιαζε σαν εργόχειρο κι είχε κάτι το κατανυκτικό.

Άνθρωποι σαν κι εμένα, που καταπιάνονται ολημερίς με τα βιβλία και τα λόγια, είναι συχνά άνθρωποι ορθολογιστές κι ισχυρογνώμονες. Ζούνε φυσιωμένοι μέσα στις θεωρίες κι έχουν την τάση να εκλογικεύουν το καθετί – ζουν περισσότερο με το μυαλό τους και λιγότερο με όλο τους τον εαυτό. Τουλάχιστον εγώ, έτσι είμαι. Οπότε το βιβλίο αυτό ήρθε να μου φανερώσει μια διαφορετική σχέση με το λόγο, σε ένα άλλο επίπεδο, ευρύτερο και πολύ πιο περιεκτικό. Πώς; Δεν ξέρω…

Όταν ολοκλήρωσα τη δουλειά που είχα να κάνω, έστειλα το κείμενο στον Σαβασμιώτατο. Το διάβασε, διόρθωσε τα αβλεπτήματά μου, εντόπισε τις παραλείψεις μου, επενέβη όπου χρειαζόταν. Όταν μού το έστειλε πίσω, διαπίστωσα πως είχε προσθέσει άλλο ένα γεγονός από τη ζωή του Αγίου Ιακώβου (ή μάλλον από τη μετά-θάνατον ζωή του Αγίου) – είναι εκείνο το τελευταίο περιστατικό που διαβάσατε στο τέλος του βιβλίου. Καθώς το διάβαζα, χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη γραμμή ήταν ο Μητροπολίτης Παύλος:

«Είδες τις παρατηρήσεις μου;».

«Ναι, Σεβασμιώτατε, σάς ευχαριστω!».

«Διάβασες αυτό που προσέθεσα στο τέλος;».

«Μόλις τώρα αυτό ολοκλήρωνα».

«Λοιπόν, κοίτα, αυτό το περιστατικό το είχα ολότελα ξεχάσει, παρότι όπως είδες, ήμουν κατά το ήμισυ μάρτυς του. Εντούτοις, το θυμήθηκα ένα βράδυ στον ύπνο μου! Και το πρωί σκέφτηκα: “Να μην ξεχάσω να το πω στον Βασίλη”. Παρόλα αυτά, το λησμόνησα και πάλι. Όμως ήρθε τις προάλλες κάποιος γνωστός μου εδώ και συζητούσαμε, και κάποια στιγμή είπε κάτι που μου το θύμησε. “Καλά που μου το ‘πες”, του είπα, “να μην ξεχάσω να το πω στον Βασίλη”. Κι εκεί που το σκέφτηκα, νιώθω μια ευωδία να γεμίζει όλο το δωμάτιο!… Τι ευωδία ήταν αυτή! Μου έκανε μεγάλη εντύπωση».

«Τι λέτε, Σεβασμιώτατε;», πρόφερα σαστισμένος κι εγώ. 

Στο ακουστικό μεσολάβησε μια παύση. Ο π. Παύλος σώπαινε.

«Και να σου πω και κάτι, βρε παιδί μου;…», άλλη μια σιωπή, «…και τώρα που στο λέω, νιώθω και πάλι την ίδια ευωδία!»…

Δεν θυμάμαι τι ψέλλισα. Κάποια λόγια αμηχανίας, φαντάζομαι. Τα δευτερόλεπτα που πέρασαν μέχρι να κλείσουμε το τηλέφωνο είχαν κάτι άηχο, ή εν πάση περιπτώσει έμοιαζαν σαν να διαθέτουν μια ποιότητα από εκείνες που μπροστά τους οι λέξεις σωριάζονται αδρανείς. Τι να σήμαινε εκείνη η ευωδία; 

«Χάρηκε ο Άγιος που ήρθαν τα παιδιά στο μοναστήρι!», είχε πει ο Άγιος Ιάκωβος σε μια άλλη περίπτωση˙ ήταν τότε που επισκέφτηκαν το μοναστήρι κάποιοι φοιτητές και η κάρα του Οσίου Δαβίδ ευωδίαζε έντονα. Άραγε να χάρηκε κι ο Άγιος Ιάκωβος για όσα διηγήθηκε στις σελίδες που προηγήθηκαν, ένα πνευματικό του παιδί, ο νυν Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης; Να χάρηκε για τούτο το βιβλίο; Τι να σήμαινε εκείνη η ευωδία;…

Νάτες και πάλι οι σημασίες και τα σημαίνοντα, τα λόγια και οι ερμηνείες, οι προσπάθειες των εθισμένων στις θεωρίες να ανάγουν καθετί βιώσιμο στην απογύμνωση του εγκεφαλικού στοχασμού. Τι να σημαίνει το ένα, τι να σημαίνει το άλλο… Σάμπως και τι σημαίνει «σώζομαι», τι σημαίνει «άλλη ζωή», τι σημαίνει «Άγιος», τι είναι η χάρις του Θεού; Λες και τα λόγια κι οι περιγραφές, οι ερμηνείες και οι θεωρητικοποιήσεις έχουν άλλη δύναμη πέρα από το να περιγράφουν ό,τι μόνο απερίγραπτο μπορεί να χωρέσει στη ζωή μας…

Δεν ξέρω λοιπόν τι σήμαινε εκείνη η ευωδία. Κι αν κάτι μου έμεινε από την περιπέτεια αυτού του βιβλίου είναι μια τάση να ζηλεύω όσους διαθέτουν την απλότητα να αναπαύονται με κείνα που δεν ξέρουν, να κατανύσσονται με κείνα που αγνοούν. Ίσως σ’ αυτή την απλότητα να «Ζει Κύριος ο Θεός!» κι απ’ αυτή να θηλάζει η ελπίδα τη φωτιά της.

Την ευλογία του Αγίου να έχουμε!

 

Και την ευλογία του παπα-Παύλου, του ταπεινού λευίτη που ο Θεός τον αξίωσε να γίνει ποιμενάρχης και πνευματικός πατέρας τόσων και τόσων ανθρώπων. Ο Θεός να τον αναπαύσει!

Posted in Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | Leave a comment

Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…

Screen Shot 2018-06-24 at 21.13.27

Julia Stankova, Crucifixion, 60 x 45 cm, painting on wooden panel (http://www.juliastankova.com)

Πέμπτη πρωί κουδούνισε το τηλέφωνο. Η είδηση έμεινε μετέωρη στο ακουστικό σαν παρατεταμένο βουητό μετά από έκρηξη: Η Μαρία σκοτώθηκε!

Υπάρχουν πράγματα που το μυαλό δεν τα χωράει, η λογική τα αρνείται. Γυρίζει ανάποδα ο νους και νιώθεις σα να μη σε χωράει το στήθος σου. Μητέρα δέκα παιδιών. Συνομήλική μου, στα 43 της χρόνια. Και το τελευταίο της παιδί, λίγων μόλις μηνών. Ποια «λογική» μπορεί να έχει ένας τέτοιος θάνατος; Ποια χριστιανική ρητορεία μπορεί να σκαρώσει μπαλώματα παρηγοριάς; Ποια ευσέβεια μπορεί να σκεπάσει τέτοια τραύματα; Ποια πίστη μπορεί να απαντήσει στα πιο σκοτεινά ερωτήματα;

Την Παρασκευή μείναμε βουβοί, σαν σκιαγμένοι. Το Σάββατο την κηδέψαμε στο μοναστήρι του Αγίου Πορφυρίου, στο Μήλεσι.

Το προηγούμενο βράδυ, είχε προηγηθεί για κείνη ολονύκτια αγρυπνία στον ίδιο ναό. Στο σπίτι, οι οικείοι της, ολόγυρά της, την ξαγρύπνησαν ψέλνοντας τον αναστάσιμο κανόνα και διαβάζοντας το ψαλτήρι. Μέχρι τα χαράματα.

Το Σάββατο το πρωί, μαζεύτηκε κόσμος στο ναό από νωρίς. Κι έπειτα ήρθε κι άλλος. Κι άλλος. Κι άλλος! Ο ναός, αχανής ούτως ή άλλως ο συγκεκριμένος, πλημμύρισε – ο κόσμος γέμισε τους γυναικωνίτες, τον πρόναο και τις αυλές. Χιλιάδες κόσμου, δίχως υπερβολή. Αν κάποιος ανυποψίαστος βρισκόταν μπροστά στο θέαμα, θα πιθανολογούσε πως κηδευόταν κάποιος ανώτατος πολιτειακός άρχοντας. Τα αυτοκίνητα που έφεραν τους ανθρώπους για την κηδεία ήταν παρκαρισμένα στη σειρά για χιλιόμετρα μακριά. Τρεις μητροπολίτες χοροστάτησαν, μαζί με 60-70 ιερείς!

Και στον σολέα ξαπλωμένη η Μαρία. Απλώς κοιμισμένη.

Αν δεν ήσασταν εκεί, ρωτήστε κάποιον που ήταν, για να επαληθεύσετε τα λόγια μου: στον ναό το Σάββατο υπήρχε ένας μόνο νεκρός, ο θάνατος. Ο τρόμος της Πέμπτης, το σοκ της είδησης, η φρίκη του απρόσμενου, η οδύνη μιας αμετάκλητης απουσίας, ο βουβός φόβος της Παρασκευής, όλα ήταν το Σάββατο εξουδετερωμένα και άσφαιρα. Δεν απουσίαζαν, αλλά ήταν ευτελισμένα και φτηνά. Ο ίδιος ο θάνατος ήταν παρών, μα δίχως το κεντρί του. Υπήρχε νικημένος, συντετριμμένος, μηδαμινός στα πόδια της Μαρίας. Είχε κάνει το λάθος να της χιμήξει, αλλά δεν κατόρθωσε να αγγίξει ούτε τρίχα της.

Όπου κι αν γύριζες, έβλεπες μάτια υγρά και χείλη χαμογελαστά. Οι οικείοι της λαμποκοπούσαν δάκρυ και ανάσταση, οδύνη και ελπίδα. Σπάνια νιώθεις τον πόνο ως νίκη, τον καημό ως χαρά, τον θάνατο ως ζωή. Παράδοξα πράγματα…

 

Κάποιος είπε ιδιωτικά «Ο Θεός ξέρει… την πήρε στην καλύτερή της στιγμή». Καλοπροαίρετα λόγια, ειπωμένα από ευλάβεια. Μα πόσο λανθασμένα! Δίχως να το καταλαβαίνουν, καθιστούν τον Θεό συναίτιο του θανάτου – εργαλειοποιούν το κακό, καθιστώντας το τάχα ένα μέσο στα χέρια ενός Θεού, που δεν μπορεί παρά να είναι βάναυσος και σαδιστής. Μα οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε σε τέτοιο Θεό. Ο θάνατος είναι το απόλυτο κακό, ο έσχατος εχθρός. Θύμα του και ο ίδιος ο Χριστός, αλλά μόνο και μόνο για να τον αναποδογυρίσει από μέσα (θανάτω), να τον αδειάσει, τριήμερος, σαν σακί και να τον κάνει Ανάσταση. Ο θάνατος μετά Χριστόν δεν είναι τέλος. Μα δεν είναι ούτε αρχή, όπως συνηθίζουμε να λέμε ευσεβώς, δίνοντάς του άθελά μας μια κάποια έστω αξία. Είναι απλά ένα άχρωμο συμβάν, ένα κάτι τόσο μηδαμινό, τόσο αφλόγιστο, που ούτε θαμπάδα δεν μπορεί να αφήσει πάνω στη γυαλάδα της κολυμβύθρας που μας γέννησε – πόσο μάλλον να τραυματίσει την αιώνια ζωή που έκτοτε αξιωθήκαμε.

Κάνουμε πολλά λάθη πάνω στην καλοπροαίρετη ευσέβειά μας εμείς οι χριστιανοί. Νομίζουμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι στα χέρια του Θεού. Μπορεί ο Θεός να είναι ο Κύριος της ιστορίας, με την έννοια ότι όλα αρχίζουν από Αυτόν και θα τελειώσουν σ’ Εκείνον, αλλά ξεχνάμε πως άλλος είναι «ο άρχων του κόσμου τούτου». Κι αν ο κόσμος τούτος δεν είναι στα χέρια του Θεού, είναι γιατί Εκείνος θέλησε να τον πλάσει ικανό ακόμα και να Τον αρνείται. Δεν τον θέλησε «του χεριού του» αυτό τον κόσμο ο Θεός. Θέλησε εμάς να τον παίρνουμε και να τον βάζουμε ελεύθερα στα χέρια Του. Όχι από ιδιοτροπία Του τάχα, μα γιατί μόνο σε μια τέτοια ελευθερία βλασταίνει η αγάπη – η δική Του τριαδική αγάπη και ζωή.

Σε τούτο τον κόσμο λειτουργεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου (έτσι μάς θέλησε ο Θεός), λειτουργούν επίσης οι δυνάμεις της φύσης (αμαυρωμένες κι αυτές σαν το θέλημα του ανθρώπου, μετά την πτώση). Λειτουργούν ακόμα οι συνέπειες της αμαυρωμένης ανθρώπινης βούλησης και της πεσμένης φύσης, που έχουν αποκτήσει αιώνες τώρα τη δική τους αλλοτριωτική δυναμική. Λειτουργεί και ο μισόκαλος και μισάνθρωπος άρχοντας του κόσμου τούτου. Μα υπάρχει επίσης, ζωογόνος και προνοητική, η πανταχού παρούσα αγαθότητα του Θεού, που ‘χει αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας. Πώς συνυπάρχουν όλα τα παραπάνω; Πώς συλλειτουργούν και συγκρούονται; Και πώς μπορούν να ερμηνευτούν; Εύλογες ερωτήσεις, αλλά μάταιες. Δεν έχουν απάντηση. Το σύνθετο πλέγμα μέσα στο οποίο υπάρχουν και αλληλεπιδρούν αθέατα όλα τα παραπάνω, είναι αδιάβατο από τον ανθρώπινο νου. Είναι τυλιγμένο στη σιωπή του μυστηρίου…

Υπάρχουν όμως αυτά που ξέρουμε: ο Χριστός ήρθε σε τούτο τον κόσμο όχι για να παραβιάσει την ελευθερία του και να τον σύρει στανικά πίσω στην πατρική αγκάλη. Ήρθε για να συγκρουστεί με το κακό καταπρόσωπο, ως ένας από μας, για χάρη μας. Πήρε το πρόσωπό μας, για να μπορούμε έκτοτε κι εμείς να παίρνουμε κατά χάριν το δικό Του. Συγκρούστηκε με τον θάνατο και τον νίκησε.

Μα τότε γιατί πεθαίνουμε ακόμα;

Άλλο ένα σημείο που οι Χριστιανοί συχνά λησμονούμε: το έργο του Χριστού δεν τελείωσε! Εκείνος το ξεκίνησε και μάς παρήγγειλε να το κουβαλήσουμε στις πλάτες μας μέχρις εσχάτων αιώνων. Η δική Του ανάσταση νίκησε τον θάνατο κι εμείς έχουμε καθήκον να κουβαλήσουμε αυτή τη νίκη –μαρτύριο και μαρτυρία– σε έναν κόσμο, όπου αλυχτάει ακόμα το κακό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Μέχρι τέλους, οι χριστιανοί θα στέκουμε με βλέμμα προσηλωμένο στον σταυρό Του. Και θα χιμάει πάνω μας ο θάνατος, όπως χίμηξε και σ’ Εκείνον. Και θα βαδίζουμε στο δικό Του μαρτύριο μέσα στο κακό και την οδύνη του. Κι αν μας αξιώνει, το πρόσωπό μας θα γίνεται πρόσωπο δικό Του κι η οδύνη μας, μαρτυρία της δικής Του νίκης. Μέχρις εσχάτων αιώνων.

Γιατί τα λέω όλα αυτά;

Διότι την προηγούμενη Πέμπτη ακούσαμε για ένα μαρτύριο, το μαρτύριο της Μαρίας και της οικογένειάς της. Μα το Σάββατο ζήσαμε μια μαρτυρία, τη μαρτυρία της κηδείας της. Η νεκρώσιμη εκείνη ακολουθία δεν ήταν αποχαιρετισμός, δεν ήταν πένθιμη «εξόδιος». Ήταν ένα αναστάσιμο γεγονός. Ήταν μια μαρτυρία πίστης και ζωής. Μια μαρτυρία όχι με λόγια, σαν αυτά που διαβάζετε τώρα (και που δεν λένε τίποτα), αλλά ένα σημείον που μόνο όταν το ζεις, μπορείς να το χωρέσεις, να το αντιληφθείς δίχως να το κατανοήσεις.

Χιλιάδες άνθρωποι αξιώθηκαν αυτή τη μαρτυρία. Έτσι το θέλησε ο Θεός. Τριήμερη κι αυτή –δες κάτι πράγματα!– σαν του Κύριου: Πέμπτη το μαρτύριο, Παρασκευή η σιωπή, Σάββατο η μαρτυρία. Στο εξής, η ανάμνηση της Μαρίας θα είναι μια απτή πιστοποίηση πως υπάρχουν ζωές που δεν τελειώνουν, θάνατοι που δεν θανατώνουν. Και θα παροντοποιείται μέσα μας η ελπίδα αστραφτερή: η Εκκλησία κουβαλά ακόμα την Ανάσταση στις πλάτες της! Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…

Posted in Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | 11 Comments

“Μαμά, θέλω να γίνω κουφός…”

Στιγμιότυπο 2017-07-23, 9.26.23 μμΥπάρχει μια ομάδα ανθρώπων στο αχανές πλέον ψηφιδωτό του δυτικού κόσμου, που θέλουν να γίνουν κουφοί. Ναι, καλά διαβάσατε. Νιώθουν μια έλξη προς την κωφότητα και είτε ελκύονται απλώς από κουφούς ανθρώπους, είτε (κυρίως) παριστάνουν οι ίδιοι ότι είναι κουφοί. Ή (ακόμα χειρότερα) προσπαθούν με διάφορα μέσα πράγματι να κουφαθούν. Αυτοπροσδιορίζονται ως “deaf wannabes”, αλλά εντάσσουν τον εαυτό τους στον ευρύτερο αυτοπροσδιορισμό των “transabled people”, αυτών δηλαδή που δεν γεννιούνται ανάπηροι, αλλά επιλέγουν εκουσίως να γίνουν (αυτοακρωτηριάζονται με κάποιο τρόπο, ή τυφλώνονται αυτοβούλως, ή κουφαίνονται με δική τους απόφαση κλπ).

Οι άνθρωποι αυτοί διεκδικούν από τους άλλους σεβασμό στον αυτοπροσδιορισμό τους. Καλά κάνουν. Και όλοι μας πρέπει να τους σεβόμαστε, όπως πρέπει να σεβόμαστε κάθε άνθρωπο που ο αυτοπροσδιορισμός του εμπίπτει στα όρια του νόμου και δεν βλάπτει άλλους. Αλίμονο όμως, αν εξαιτίας αυτού μας του σεβασμού (που πρέπει να είναι δεδομένος) απεμπολήσουμε το χρέος μας να τους βοηθήσουμε (στο μέτρο που μπορούμε) ή να τους παραπέμψουμε σε εξειδικευμένους επαγγελματίες, ικανούς να διερευνήσουν (σε συνεργασία με τον υποψήφιο κουφό) τι τρέχει μέσα τους και πώς μπορούν να το αντιμετωπίσουν, προκειμένου να μπορέσουν να βρούν μια ψυχοσωματική ισορροπία στη ζωή τους, πριν κάνουν κάποιο κακό στα αυτάκια τους…

Κι επίσης, αλίμονό μας αν αρχίσουμε κι εμείς κάποια στιγμή να βρίσκουμε πειστικά τα λόγια αυτών των συνανθρώπων μας και να διερωτώμαστε: μήπως τελικά το δίπολο “ακοή/μη ακοή” συνιστά έναν “αναχρονισμό κανονικότητας”, μια “τεχνητή κοινωνική κατασκευή”, που καλό είναι να ξεπεραστεί, προκειμένου οι άνθρωποι να νιώσουμε πιο ελεύθεροι και να “μπορούμε” να διασχίζουμε τα όρια αυτού του διπόλου, που θα έπρεπε ούτως ή άλλως να είναι “ρευστά”; Αλίμονο δηλαδή, αν ο σεβασμός κάποιων συνανθρώπων μας (που είναι χρέος μας) μας οδηγήσει στο να πάψουμε να αντιλαμβανόμαστε τον συσχετισμό της ανθρώπινης φυσιολογίας με την εν γένει ψυχική ισορροπία, ενστερνιζόμενοι τάχα μια ελευθερία, που είναι όμως ασύμβατη όχι μόνο προς τις κορυφώσεις του ανθρώπινου λόγου γενικότερα, αλλά και με αυτές καθαυτές τις σταθερές της κοινής λογικής…

Μα, θα μου αντιταχθεί, πώς είναι δυνατόν να σέβεσαι τον αυτοπροσδιορισμό των transabled people, αν ταυτόχρονα τους θεωρείς “ανισόρροπους”; Καταρχάς, το απλούστερο: δεν θα τους χαρακτήριζα ποτέ κατά πρόσωπο “ανισόρροπους”. Με άλλα λόγια, μπορώ να σέβομαι κάποιον όταν δεν του ασκώ “μπούλιγκ” στο όνομα των δικών μου απόψεων, όταν δηλαδή τις ενδόμυχές μου αξιολογήσεις (που βασίζονται στις προσωπικές μου απόψεις περί κανονικότητας) δεν τις κάνω αιχμηρές συμπεριφορικές γωνίες, ικανές να τραυματίσουν και να προσβάλλουν τον άλλο. Και κυρίως, μπορώ να σέβομαι κάποιον, όταν βλέπω στο πρόσωπό του μια ανθρώπινη αξία που υπερβαίνει τις προτιμήσεις του, τις συμπεριφορές, ή τις (κατ’ εμέ) στρεβλώσεις του. Είναι θεμελιώδες ζήτημα προσωπικού πολιτισμού.

Αλλά αποτελεί παρανόηση και σύγχυση να νομίζουμε πως ο σεβασμός και η αποδοχή του άλλου πρέπει κατ’ ανάγκην να συνεπάγεται και αλλαγή των δικών μου προσωπικών αξιολογήσεων περί του τι είναι κανονικό ή όχι. Άραγε τι είδους σεβασμό μπορεί να διεκδικεί κάποιος από μένα, αν δεν σέβεται κι εκείνος με τη σειρά του το δικαίωμά μου όχι μόνο να έχω την όποια άποψη θέλω περί κανονικότητας ή μη, αλλά και να επιχειρηματολογώ γι’ αύτη με ευγένεια και ήθος;

Απ’ την άλλη, δεν ξέρω… λέτε να είμαι κωφοφοβικός;…

Posted in Εκεί που 'ναι κι οι άλλοι…, Uncategorized | 2 Comments

Ίδια εκκλησία, άλλος Χριστός…

Στιγμιότυπο 2017-06-15, 9.58.35 πμΠριν λίγες μέρες, ο Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος απέστειλε μια επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ. Μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη εδώ. Κατόπιν, ο Μητροπολίτης Πειραιώς απάντησε. Μπορείτε να διαβάσετε και τη δική του επιστολή εδώ.

Δεν έχω σκοπό να ασχοληθώ με τα δύο αυτά κείμενα. Όποιος έχει κουράγιο, ας τα διαβάσει. Ας μου επιτραπεί όμως εδώ μία γενική παρατήρηση και ένα ειδικό σχόλιο.

Η παρατήρηση: Όπως είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον τι είναι γελοίο και τι όχι, αν αυτός δεν διαθέτει την απαραίτητη αίσθηση προς τούτο, εξίσου δύσκολο –αν όχι δυσκολότερο– είναι να δώσεις στον άλλο να καταλάβει όχι την τάδε ή τη δείνα άποψη, αλλά την ορθότητα ή όχι του φρονήματός του. Είναι άλλο πράγμα η άποψη, η προσέγγιση ενός ζητήματος (τα επιχειρήματα), και άλλο πράγμα το «φρόνημα», το περιβάλλον εκείνο της σκέψης, της ψυχικής συνθήκης και της εν γένει βιοτής, μέσα στο οποίο ευδοκιμούν και καρπίζουν οι στοχασμοί, οι εκτιμήσεις, τα επιχειρήματα, οι επιλογές και οι πράξεις. Μόνο με βάση αυτή την παρατήρηση μπορεί κανείς να κατανοήσει πώς γίνεται όσα έγραψε ο Μητροπολίτης Αργολίδος να μην έγιναν αντιληπτά από τον αποδέκτη της επιστολής. Κι έτσι μόνο εξηγείται πώς γίνεται να γράφει τόσα ο Μητροπολίτης Πειραιώς για να δικαιώσει εαυτόν, δίχως να αντιλαμβάνεται πως εκτίθεται ακόμη περισσότερο στα μάτια μας.

Και το σχόλιο:

Σε πάνω από μία ποιμαντορικές εγκυκλίους του, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ αναφέρει διδακτικά το ιστορικό περιστατικό της πυρκαγιάς της ακροπόλεως της Κέρκυρας, του 1718. Το περιστατικό έχει ως εξής, εν συντομία: Η ρωμαιοκαθολικη διοίκηση του νησιού, υπό τον Ανδρέα Πιζάνι, σχεδιάζει στα 1718 να χτίσει ρωμαιοκαθολικό «αλτάριο» στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα για τις λατρευτικές ανάγκες των παπικών κατοίκων του νησιού. Οι ορθόδοξοι εξεγείρονται. Προσεύχονται να ματαιωθούν τα σχέδια του Πιζάνι. Κάποιο βράδυ, που εμαίνετο καταιγίδα στην περιοχή, ένας κεραυνός χτύπησε την ακρόπολη της Κέρκυρας και συγκεκριμένα την πυριτιδαποθήκη της, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει σειρά εκρήξεων, που όμοιές τους δεν είχε ξαναδεί το νησί. Αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής: «Οι τρεις πυριτιδαποθήκες μέσα στο Φρούριο έπιασαν φωτιά και οι αλλεπάλληλες εκρήξεις ήταν τόσο δυνατές που ακουγόντουσαν μέχρι την Ήπειρο… Κτίρια κατεδαφίζονταν και η γη σειόταν. Οι τοίχοι των σπιτιών αποκολλούνταν σε κομμάτια και μεγάλα σπίτια κατέρρεαν παντού, σκοτώνοντας όσους βρίσκονταν μέσα, αλλά και όσους βρίσκονταν κοντά σε αυτά… Κάτω από τα ερείπια υπήρχαν πτώματα ανδρών, γυναικών, παιδιών και ζώων που κάηκαν μέχρι θανάτου. Μερικά μέλη νεκρών αλλά και ολόκληρα πτώματα βρέθηκαν σε χαντάκια και τάφρους και άλλα εκτινάχθηκαν στην θάλασσα και παρασύρθηκαν από τα κύματα… Ήταν τόσο ισχυρή η έκρηξη κοντά στην θάλασσα που δημιουργήθηκαν πανύψηλα κύματα, τα οποία βύθισαν τέσσερις γαλέρες. Υπολογίζεται ότι η απώλεια σε ζωές ήταν περίπου δύο χιλιάδες άνθρωποι…».

Το περιστατικό θεωρήθηκε από πολλούς εκείνη την εποχή ως επέμβαση του Θεού, για την αποτροπή των παπικών σχεδίων. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς το προσκομίζει στη σημερινή εποχή για να δώσει ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο επεμβαίνει ο Θεός και κατακαίει τους εχθρούς του, όταν οργίζεται. Μάλιστα, προς τούτο, επικαλείται και το γεγονός ότι το περιστατικό αναφέρεται ως τέτοιο από τον Αθανάσιο Πάριο, ο οποίος πρόσφατα ανακηρύχθηκε άγιος. Για να το αναφέρει ένας Άγιος, έτσι τάχα δεν έχουν τα πράγματα; Το βασικό όμως είναι ότι το περιστατικό μνημονεύεται σήμερα από τον Μητροπολίτη Πειραιώς ως παράδειγμα του πώς βλέπει ο Θεός τους αιρετικούς και τι είναι ικανός να κάνει εναντίον τους. Αυτό που αναφέρει ο χρονικογράφος –απανθρακωμένα πτώματα παιδιών, ανθρώπινα μέλη εδώ κι εκεί, και δύο χιλιάδες νεκρών συνολικά– είναι κατά τον Πειραιώς Σεραφείμ, έργο του Χριστού, έργο Εκείνου που στη Γεθσημανή είπε στον Πέτρο να βάλει πίσω στο θηκάρι την εκδικητική του μάχαιρα, έργο Εκείνου που ανέβηκε στο σταυρό από αγάπη για τον άνθρωπο, έργο Εκείνου που ακόμα και πάνω στο σταυρό παρακαλούσε για τη συγχώρηση των σταυρωτών Του.

Από μια δισχιλιετή παράδοση σαν αυτή του Χριστιανισμού μπορείς να αλιεύσεις ό,τι θέλεις, να το ερμηνεύσεις όπως θέλεις, για να υποστηρίξεις όποια θέση θέλεις. Υπάρχουν τά πάντα στην ιστορία της Χριστιανοσύνης και με κατάλληλες ερμηνείες μπορούν να αξιοποιηθούν προς επίρρωση οποιασδήποτε θέσης. Αλλά είπαμε: άλλο οι θέσεις, άλλο το φρόνημα. Το φρόνημα μπορεί να καταδείξει τι ίσταται και τι καταπίπτει μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση. Αλλά το φρόνημα είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσεις. Τα κριτήρια της θεολογίας είναι που κρίνουν κάθε ώρα και στιγμή τις θεολογικές θέσεις μας. Αλλά πώς να μιλήσεις για τα κριτήρια, όταν πολλοί δεν διανοούνται καν την ύπαρξή τους;

Καλλιεργείται σήμερα ένα «ορθόδοξο» φρόνημα, μία τάση ανάμεσα στους ορθόδοξους χριστιανούς, που ισχυρίζεται (και προσπαθεί να το τεκμηριώσει με θεολογικές θέσεις) πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μπορούν να σταθούν πλάι στην αγάπη και τη συγχωρητικότητα˙ πως η αγάπη και η συγχωρητικότητα δεν είναι τα μόνα κριτήρια που ζυγιάζουν τα πάντα και καθορίζουν το φρόνημα, αλλά πως υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, εξίσου κομβικά, που διαμορφώνουν τάχα την ταυτότητα των χριστιανών (ιερή οργή και αγανάκτηση, χάριν της ποίμνης του Χριστού τάχα, ποιμαντικός ex cathedra στιγματισμός των κακώς εχόντων, επιθετικότητα προς αυτούς που απειλούν την Ορθοδοξία)˙ και μάλιστα αυτά τα πράγματα μπορούν να δικαιώνονται μέσα μας ακόμα κι όταν ακυρώνουν την αγάπη και τη συγχωρητικότητα. Δεν πρόκειται για παρωνυχίδα του εκκλησιαστικού μας βίου: μέσα από την εικόνα του οργισμένου Θεού, που κατακαίει ρωμαιοκαθολικούς, άλλος Χριστός προκύπτει, άλλη πίστη… Είναι άλλος ο Χριστός που «τιμωρεί» εμένα τον αμαρτωλό για να με συνετίσει –έτσι ενδέχεται να νιώθω προσώρας την παιδαγωγία της άπειρης αγάπης Του– και άλλος εκείνος ο Χριστός που οργίζεται και σκοτώνει ανθρώπους, με τρόπο φρικαλέο. Ίδια εκκλησία, άλλος Χριστός.

Στο ένατο κεφάλαιο του ευαγγελίου του, ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει πως ο Χριστός είχε στείλει αγγελιοφόρους σε ένα χωριό της Σαμάρειας για να προετοιμάσουν τον ερχομό Του: «Οι Σαμαρείτες όμως δεν τον δέχτηκαν… Και ρώτησαν τότε οι μαθητές τον Ιησού “Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό και να τους καταστρέψει, όπως έκανε και ο προφήτης Ηλίας;”. Εκείνος στράφηκε προς αυτούς και τους επέπληξε λέγοντας: “Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας˙ ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να καταστρέψει ανθρώπους, αλλά για να τους σώσει”» (στ. 52-56).

«Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας…». Αν κάνετε ένα γύρο στα «ορθόδοξα» blog και τις ιστοσελίδες του διαδικτύου, θα συναντήσετε τόσο μίσος, τόση αγανάκτηση, τόση μισαλλοδοξία, τόση λεκτική βία (και τόση φοβικότητα) απέναντι στους αλλοδόξους, τους αντιφρονούντες, τους εχθρούς της πίστης, τον ίδιο τελικά τον σύγχρονο κόσμο, που θα διαπιστώσετε πως τα λόγια του Χριστού («ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας») περιγράφουν επακριβώς τον ψυχισμό και το φρόνημα πολλών σύγχρονων ορθοδόξων.

Τι σχέση έχει το φρόνημα της επιστολής του Μητροπολίτη Αργολίδος με το φρόνημα της επιστολής του Μητροπολίτη Πειραιώς; Σε ό,τι μάς αφορά (δηλαδή στις ατομικές μας αποτιμήσεις) έχουμε χρέος να είμαστε ξεκάθαροι και κατηγορηματικοί: Καμία! Κι όσο περνάει ο καιρός, όσο οι καιροί μαίνονται ολοένα αγριότεροι και ποικίλες κρίσεις δοκιμάζουν τα κριτήρια και το φρόνημά μας, τόσο θα αναδεικνύεται εναργέστερα η βαθύτερη πραγματικότητα του πληρώματος των ορθοδόξων: είμαστε στην ίδια Εκκλησία, αλλά δεν πιστεύουμε όλοι στον ίδιο Χριστό!

Posted in Εκεί που 'ναι κι οι άλλοι…, Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | 5 Comments

«Παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα!»

Στιγμιότυπο 2017-04-14, 6.55.58 μμ

Του φίλου Θανάση Παπαθανασίου (από τη σελίδα του στο facebook):

Είναι μια προσευχή που απευθύνεται στην Παναγία και ακούγεται στις εκκλησίες το βράδυ της Μ. Παρασκευής. Που σημαίνει ότι οι πιστοί καλούνται να γνωρίζουν την κατάσταση της Εκκλησίας τους, να γνωρίζουν ότι το σώμα της πληγώνεται, και να νοιάζονται γι’ αυτό.

Το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο στην ελλαδική Εκκλησία αυτή τη στιγμή είναι ο διασυρμός της Αλήθειας, στο όνομα τάχα της αλήθειας! Είναι η ολοένα και επιδεινούμενη εκδήλωση του δαιμονικού πειρασμού του «σταυροφορικού» πνεύματος: κραδαίνεις σταυρό, ομνύεις στον σταυρό, και τελικά κάνεις τον σταυρό όργανο μίσους το οποίο αναιρεί τον Σταυρό!

Υπάρχει ένα πολύ δύσκολο σημείο στη χριστιανική ταυτότητα, το οποίο γίνεται δυσκολότερο σε εποχές αγριάδας και ανασφάλειας όπως η τωρινή μας. Το δύσκολο σημείο είναι ότι Χριστιανό δεν σε κάνει η αναφορά (ακόμα και η πιο παθιασμένη) στον Χριστό, αλλά η αναφορά στον Χριστό ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Και γιατί το σημείο αυτό γίνεται δυσκολότερο στις μέρες μας; Διότι ο κόσμος αγωνιά για τις εθνικές απειλές, αγωνιά για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, αγωνιά για το μεταναστευτικό, αγωνιά για τη μνημονιακή υποθήκευση του μέλλοντος, και εύκολα ολισθαίνει σε έναν «Χριστιανισμό» του τραμπουκισμού, σταυροφορικό και μισαλλόδοξο. Σε έναν χυδαίο «Χριστιανισμ-ισμό», ο οποίος προσπερνά ως ανούσια ουτοπία τα βασικά του Ευαγγελίου (ο μητροπολίτης Αιγιαλείας Αμβρόσιος εδώ και καιρό χλευάζει ως «αγαπούληδες του Θεού» όσους εμμένουν στην ευαγγελική πρωτοκαθεδρία της αγάπης) και εισηγείται μεθ’ ηδονής έναν «Ορθόδοξο» τζιχαντισμό ως απάντηση στον Τζιχαντισμό. Εδώ, λοιπόν, στα ζόρικα και στα κρίσιμα οφείλει η Εκκλησία ως Σώμα (επισήμως δια στόματος της Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου) να υπερασπιστεί ακριβώς την ευαγγελική ουτοπία. Αλλά δεν το βλέπουμε…

Γράφω αυτές τις γραμμές τη Μ. Παρασκευή, 14 Απριλίου. Τι σύμπτωση! Πριν επτά χρόνια, στις 14 Απριλίου 2010, η Ιερά Σύνοδος είχε συνεδριάσει, ώστε ο μακαριστός μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος (+ 2012) να δώσει εξηγήσεις για τη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων στην καθομιλούμενη γλώσσα! Ποιος; Ο Μελέτιος, ένα από τα ευάριθμα διαμάντια της σύγχρονης Εκκλησίας! Ο Μελέτιος (τι σύμπτωση, πάλι!) ήταν από εκείνους που είχαν καταδείξει ότι οι Χριστιανοί Κόπτες δεν είναι αιρετικοί! Ναι, πρόκειται γι’ αυτούς τους Κόπτες που σφαγιάστηκαν στην Αίγυπτο την Κυριακή των Βαΐων, και τους οποίους ο μαυροψυχισμός των ελλαδιτών «Ορθοδόξων» ζηλωτών δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει ως μάρτυρες του Χριστού και ως αδελφούς! Η Ιερά Σύνοδος, λοιπόν, πέραν του κινδύνου του Μελετίου δεν έχει νιώσει την ανάγκη να καλέσει κανέναν άλλον επίσκοπο, για κανέναν άλλο λόγο! Ούτε καν για το ότι η Μεγάλη Βδομάδα τείνει να καθιερωθεί (με τον μητροπολίτη Αιγιαλείας πέρυσι, με τον μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ φέτος) ως χρόνος διατύπωσης σταυροφορικού λόγου!

Δεν είναι στάση ουδετερότητας! Είναι σύνταξη με τις παρουσίες αυτές! Και πλήθος καίριων ζητημάτων μένουν μετέωρα: Ένας επίσκοπος της Ελλαδικής Εκκλησίας (ο Πειραιώς Σεραφείμ) δεν ζήτησε να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν για να τον προσκαλέσει στην Ορθόδοξη πίστη, αλλά του έστειλε επιστολή 37 σελίδων, η οποία δημοσιεύτηκε σε ελληνικές ιστοσελίδες αυθημερόν (Μ. Τετάρτη, 12 Απριλίου)! Είναι, εν τέλει, επιστολή προς ποιον; Και με τη μόνιμη επωδό: λόγο περί της αιώνιας καταδίκης και αιωνίου κολασμού των αντιφρονούντων (όπως και στην επιστολή του προς τον Κόπτη Πατριάρχη τον Ιανουάριο). Κι αυτή τη φορά, με λόγο περί αιώνιας καταδίκης όχι απλώς του Ερντογάν, αλλά ολόκληρου του τουρκικού λαού! Πώς λέγεται η ενοχοποίηση συλλήβδην ενός λαού; Και πώς λέγεται η υφαρπαγή της τελικής κρίσης του μόνου Κριτή, του Χριστού;

Είναι ζητήματα πολύ σοβαρά, γιατί αφορούν τον προσανατολισμό μιας ολόκληρης τοπικής Εκκλησίας! Εξέφρασαν κάποιοι την ανησυχία τους ότι μετά από την επιστολή του Πειραιώς ενδέχεται να υπάρξει τζιχαντιστικό χτύπημα στη χώρα μας. Ποιος μπορεί να το αποκλείσει; Αλλά το εκκλησιαστικώς καίριο, κατά τη γνώμη μου, είναι κάτι παραδίπλα απ’ αυτό. Μπορεί κάποιος να απαντήσει ζηλωτικά ότι θα «ομολογεί την αλήθεια» με όποιο κόστος, ακόμα και με το μαρτύριό του. Το σταυροφορικό πνεύμα, ναι, θα το πει αυτό. Και με τη λογική του τραμπουκισμού θα πάρει και εύσημα γι’ αυτό. Όμως, στην παράδοση της Εκκλησίας υπάρχει άλλη λογική: Ο μισαλλόδοξος ηρωισμός, το ναρκισσιστικό μαρτύριο ΔΕΝ λογίζεται ως χριστιανικό μαρτύριο!

«Παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα!». Να υψώσουμε αυτή την προσευχή και να την δυναμώσουμε ως αίτημα στους Ιεράρχες. Η σιωπή ή οι ψίθυροι μεταξύ φίλων δεν αντισταθμίζουν την ευθύνη του δημόσιου λόγου και της ευαγγελικής μαρτυρίας.

[ΥΓ: Το σκίτσο είναι του Μάριου Ζαμπίκου. Το μνημόνευσα στην παρουσίαση του βιβλίου του Αναστασίου, αρχιεπισκόπου Αλβανίας, «Συνύπαρξη: Ειρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία, αξίες», στη «Σύναξη» 138 (2016). Άλλη γεύση…].

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Posted in Κατόψεις… χριστιανικές!, Uncategorized | Leave a comment